Ο Σάμιουελ Τζόνσον ήταν μία από τις μεγαλύτερες μορφές των γραμμάτων στην Αγγλία του 18ου αιώνα. Στις μέρες μας δεν ασχολείται κανείς με τον 18ο αιώνα, εκτός από πολύ λίγους, για τους οποίους είναι η δουλειά τους και τους βρίσκουμε στα πανεπιστήμια. Κατ’ αρχάς, επειδή ο 18ος αιώνας είναι πολύ πίσω και μακριά στον χρόνο. Για τον μέσο άνθρωπο, ο 18ος αιώνας είναι οι λεγόμενοι Σκοτεινοί Χρόνοι – τόσο πίσω. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι προηγείται του 19ου αιώνα, ο οποίος για τον Αλέξη Τσίπρα (τον μέσο απόφοιτο του ΕΜΠ, δηλαδή) είναι ο Μεσαίωνας.

Επειτα, η ζωή τότε ήταν δύσκολη και άχαρη, άσε που διαρκούσε πολύ λιγότερο. Οι οδοντίατροι, ας πούμε, δεν είχαν τα τέλεια αναισθητικά χάρη στα οποία ο ασθενής σήμερα δεν νιώθει κανέναν πόνο. Ασε που δεν υπήρχαν καν οδοντίατροι τότε! Στον κουρέα πήγαινες, για να σου βγάλει το δόντι με το ρόπαλο και την τανάλια. (Το ρόπαλο, σημειωτέον, ήταν ανέκαθεν η αρχαιότερη μορφή χειρουργικής αναισθησίας…) Τότε, οι άνδρες φορούσαν λευκές  περούκες με μπούκλες και κοτσίδες, ενώ σήμερα κάνουν εμφύτευση· φορούσαν μισό δάχτυλο πούδρα στο πρόσωπο, που οπωσδήποτε λέρωνε τα ρούχα και ιδίως τα μπροκάρ υφάσματα, ενώ σήμερα κάνουν μπότοξ και θεραπείες παλμικών δονήσεων για την αναζωογόνηση του υποδορίου κολλαγόνου. Οχι, κανείς δεν θέλει να επιστρέψει στον 18ο αιώνα.

Περιέργως, ένα ψήγμα της σοφίας του Σάμιουελ Τζόνσον έχει καταφέρει να παρεισφρήσει στη γλώσσα της πολιτικής στην Ελλάδα, μέσω ενός αφορισμού του, ο οποίος τελευταία έχει γίνει πολύ δημοφιλής: «Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο του απατεώνα». Ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας τον έχει χρησιμοποιήσει σε ομιλία του, κάπως παραφρασμένο και χωρίς να αναφέρει την προέλευση, σαν να ήταν λαϊκό γνωμικό: «Λένε, ξέρετε, ότι…». Ομως, τις περισσότερες φορές τον χρησιμοποιούμε λάθος, επειδή τον διαβάζουμε με τη ματιά της δική μας εποχής, στην οποία ο όρος «πατριωτισμός» έχει υποστεί βάναυση κακοποίηση και συχνά γεννά καχυποψία. Οταν ο Τζόνσον το έγραφε αυτό, περί το 1775, ήταν η εποχή που διαμορφώνονταν στην Ευρώπη τα κινήματα του εθνικισμού και ο πατριωτισμός δεν ήταν απλώς μόδα, ήταν αξία υπέρτατη. Αυτό που εννοούσε ο Τζόνσον είναι ότι ο απατεώνας θα επιδιώξει πάντα να κρύψει τις αληθινές προθέσεις πίσω από τα ιδεώδη εκείνα που εμείς τιμάμε και σεβόμαστε περισσότερο – τα ιερά και τα όσια, που λέμε. Δεν είχε κανένα πρόβλημα με τον πατριωτισμό, με τους απατεώνες είχε που επικαλούνταν τον πατριωτισμό ιδιοτελώς.

Τον κίνδυνο για τον οποίο μας προειδοποιεί ο Τζόνσον στον αφορισμό του, τον διαπιστώνουμε στην πιο συναρπαστική περίπτωση χαρακτήρα, από όσους αναδεικνύονται μέχρι τώρα μέσα από τις σελίδες της δικογραφίας για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Αυτός είναι, βέβαια, ο αναφερόμενος με το προσωνύμιο «ο Φραπές». Αν ευσταθούν όσα καταλογίζει στον Φραπέ η δικογραφία – την οποία, σημειωτέον, έχουν συντάξει δικαστές, με στοιχεία της Αστυνομίας – τότε το συγκεκριμένο πρόσωπο πρέπει να είχε κεντρικό ρόλο στην απάτη, όσον αφορά τουλάχιστον τη γεωγραφική περιοχή του ενδιαφέροντός του. Το αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ ως χαρακτήρας (με τη θεατρική έννοια του όρου) ο Φραπές δεν φιλοτεχνείται επαρκώς μέσα από τα περιστατικά που καταγράφει η δικογραφία, παρ’ όλ’ αυτά όλοι έχουν ξετρελαθεί μαζί του!

Εχει γίνει πρωτοσέλιδος και οι πάντες αγωνιούν πότε θα κυκλοφορήσει ο επόμενος διάλογος με τον Φραπέ. Υπάρχουν μάλιστα μαρτυρίες συγκεκριμένες, όχι απλώς λόγια, ότι είναι τόσο δημοφιλής, ώστε έχει γίνει της μόδας στα βραδινά καλέσματα, που οργανώνονται με παρέες φίλων στα αθηναϊκά σπίτια, το trend είναι, μετά το δείπνο, η παρέα να ερμηνεύει τους διαλόγους της δικογραφίας με τον Φραπέ. Πώς εξηγείται αυτή η σαγήνη;

Εξηγείται βάσει του αφορισμού του Τζόνσον, για το καταφύγιο των απατεώνων. Ο φραπές, από τον οποίο πήρε το όνομα του ο Φραπές της δικογραφίας του ΟΠΕΚΕΠΕ, είναι η μεγαλύτερη συνεισφορά του Υπαρκτού Ελληνισμού στην ανθρωπότητα, από τη Βιομηχανική Επανάσταση και έπειτα. Καθήστε και σκεφτείτε το σοβαρά, θα διαπιστώσετε ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο που επινοήθηκε πρώτα εδώ. Είναι η μοναδική, εντελώς δική μας, πρωτότυπη συμβολή στον πολιτισμό – αν και ποτέ δεν κατάφερε να περάσει τα σύνορα της χώρας, ενώ σήμερα τον έχει εκτοπίσει η ανώτερη, η ιταλική εκδοχή του παγωμένου καφέ. Εντούτοις, είναι μια ολόκληρη εποχή ο φραπές και στη γλωσσική μας συνείδηση η λέξη αυτή έχει μια γενικότερη έννοια, η οποία περιλαμβάνει και τους εκλεκτότερους καφέδες που αντικατέστησαν τον ταπεινό φραπέ, λ.χ., ο φρέντο. Ο φραπές είναι για τον Ελληνα ό,τι και το ταπεινό ξωκκλήσι που συναντάμε στο μονοπάτι ενός νησιού. Ανήκει στα ιερά και τα όσια…