«When you got nothing, you got nothing to lose» που λέει και το γνωστό άσμα του Μπομπ Ντίλαν, Like a Rolling Stone. Οταν δεν έχεις τίποτα, δεν έχεις τίποτα να χάσεις. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έχει καταλήξει το ζευγάρι στο «Μονοπάτι του αλατιού» (The Salt Path, Aγγλία, 2024), την πρώτη μεγάλου μήκους κινηματογραφική ταινία της προερχόμενης από την τηλεόραση Βρετανίδας Μαριάν Ελιοτ. Το βρετανικό ζεύγος Μοθ και Ρέινορ Γουίν έχει χάσει τα πάντα – επιχείρηση, χρήματα και το τελειωτικό χτύπημα, σπίτι. Αρα δεν έχει τίποτα να χάσει με το να κάνει την υπέρβαση. Κοντά στα 60 και οι δυο βρίσκονται σε πολύ δύσκολη ηλικία για τέτοιου τύπου περιπέτειες (και ποιος δεν θα ‘ταν!). Ομως την ώρα της κρίσης, την ίδια ακριβώς στιγμή που στην πιο απάνθρωπη σκηνή αυτής της βαθιάς ανθρώπινης ταινίας το ζευγάρι πετιέται (κυριολεκτικά) έξω από το σπίτι του, η γυναίκα (Γκίλιαν Αντερσον) θα έχει μια ιδέα: «Γιατί απλώς δεν περπατάμε;» λέει στον άντρα της (Τζέισον Αϊζακς). Και αυτό θα κάνουν. Θα αρχίζουν να περπατούν. Για πολύ, πολύ καιρό… Βασισμένη στο μπεστ σέλερ της Ρέινορ Γουίν που με τη σειρά της στηρίχθηκε στη δραματική βιωματική εμπειρία που έζησε η ίδια με τον σύζυγό της Μοθ, η ταινία καταγράφει βήμα προς βήμα, ανάσα προς ανάσα, κακουχία προς κακουχία, χαρά προς χαρά το οδοιπορικό δυο φαινομενικά «τελειωμένων» ανθρώπων στο «Μονοπάτι του αλατιού», στη νοτιοδυτική ακτή της Αγγλίας, όταν για ένα πολύ μεγάλο διάστημα, το μόνο που έκαναν ήταν να περπατούν και όπου τους «βγάλει». Το «Μονοπάτι του αλατιού» είναι ίσως το πιο κοπιαστικό (για τους ηθοποιούς του) road movie που έχει γυριστεί ποτέ μετά το «Wilde» του Ζαν Μαρκ Βαλέ και το «Ζαμπρίσκι πόιντ» του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Ωστόσο, παρότι το θέμα της ταινίας δείχνει (και σε πολλές στιγμές όντως είναι) δυσάρεστο, ο χειρισμός της Ελιοτ δεν είναι. Ενώ υπάρχουν στιγμές που η καρδιά σου σπαράζει μπροστά στη θέα των δύο αυτών κουρασμένων ανθρώπων, το πείσμα και η θέλησή τους για ζωή, η ελπίδα τους για μια (τουλάχιστον) πιο ανεκτή αυριανή μέρα, είναι οι ιδανικότεροι σύντροφοί τους. Και αυτό, τελικά, θα είναι το στοιχείο που όταν η ταινία τελειώνει, θα πάρεις για πάντα μαζί σου.

Ακούγεται κάπως περίεργο, όμως το πρώτο και (φυσικά) καλύτερο «Jurassic Park» φέτος γίνεται… 32 ετών. Σκηνοθετημένο από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, μετέτρεψε τους δεινόσαυρους σε κομμάτι της… pop κουλτούρας. Εκατομμύρια παιδιά αγάπησαν τα γιγάντια και άκρως επικίνδυνα προϊστορικά πλάσματα, των οποίων οι μετοχές ανέβηκαν στον ουρανό με τις επιχειρήσεις κολοσσούς που στήθηκαν γύρω τους (παντός τύπου παιχνίδια, μπλουζάκια κ.λπ.). Φυσικά, όπως συχνά συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, όσο τα χρόνια περνούσαν τόσο οι ταινίες γύρω τους αυξάνονταν και όσο οι ταινίες αυξάνονταν τόσο το θέμα εξαντλούνταν. Oπότε σήμερα, τρία χρόνια μετά το «Jurassic World: Κυριαρχία» (2022), βλέπουμε την… εβδομη ταινία του franchise, το «Jurassic World: Αναγέννηση» (Jurassic World: Rebirth, ΗΠΑ, 2025) του Γκάρεθ Εντουαρντς. Στη νέα ταινία, όμως, βλέπουμε επίσης ότι έχει γίνει μια στοιχειώδης προσπάθεια για το φρεσκάρισμα που εδώ και χρόνια είχε φανεί ότι ο μύθος χρειαζόταν. Με φιζίκ Τομ Κρουζ «α λα Επικίνδυνες αποστολές», η Σκάρλετ Τζοχάνσον ηγείται μιας ομάδας (ας την αποκαλέσουμε μισθοφόρων) η οποία έχει πάει στο αποκλεισμένο από τον υπόλοιπο κόσμο νησί του Ισημερινού όπου βρίσκονται οι δεινόσαυροι, προκειμένου να πάρει δείγμα από το αίμα τους. Απίστευτο, όμως, το DNA των προϊστορικών πλασμάτων, περιέχει ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή σωτήριων φαρμάκων για τον… άνθρωπο, πράγμα αρκετά ειρωνικό αν λάβουμε υπόψη την ποσότητα των ανθρώπινων μπουκιών που οι δεινόσαυροι έχουν καταναλώσει από το 1993 μέχρι τις μέρες μας. Να όμως που μέσω αυτής της ιδέας προσαρμοσμένης φυσικά στον επιδερμικό χειρισμό που χαρακτηρίζει το Χόλιγουντ απέναντι στα «μεγάλα θέματα» των καιρών μας, η  ταινία του Εντουαρντς καταφέρνει να αποκτήσει κάποιο ενδιαφέρον συνδυάζοντας το «παλαιού τύπου» εξωτικό παραμύθι με ένα μεγάλο τραύμα των ημερών μας, των φαρμάκων και της εκμετάλλευσης των φαρμακοβιομηχανιών. Εκτιμάς επίσης το γεγονός ότι η νέα ταινία έχει έναν αέρα νοσταλγίας. Στο πρώτο μισό της θυμάσαι τα «Σαγόνια του καρχαρία» (όλα γίνονται πάνω σε ένα σκάφος) και στο δεύτερο, μέσα στην άγρια φύση του νησιού, με τους καταρράκτες, το τροπικό κλίμα και τους γκρεμούς των απόκρημνων βουνών όπου δεινόσαυροι – πουλιά προσπαθούν να προστατέψουν τα αβγά τους από την ανθρώπινη απειλή, νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε Ιντιάνα Τζόουνς περιπέτεια.

Αν κάτι μας υπενθυμίζει η ταινία «Το 47» (El 47, Ισπανία, 2024), η οποία κέρδισε το βραβείο Goya ως καλύτερη ισπανική κινηματογραφική παραγωγή του 2024, είναι ότι ορισμένες φορές (για να μην πω τις περισσότερες) αν ο πολίτης δεν δραστηριοποιηθεί προσωπικά για ένα πρόβλημά του – ας πούμε ένα πρόβλημα στη γειτονιά του – τότε κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται ποτέ να βρεθεί λύση στο πρόβλημα. Και το παράδειγμα εδώ δίνει ο Μανόλο Βιδάλ (Εντουαρντ Φερνάντεζ), κεντρικός ήρωας της ταινίας, η οποία στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα (ο Βιδάλ είναι υπαρκτό πρόσωπο). Θύματα της «πολιτικής» του δικτάτορα Φράνκο στη δεκαετία του 1950, οι κάτοικοι της περιοχής Εξτρεμαδούρα εκδιώχθηκαν από τον τόπο τους καταλήγοντας εσωτερικοί μετανάστες στην περιοχή Τορέ Μπαρό στα περίχωρα της Βαρκελώνης. Το να τους πεις ξεχασμένους από τον Θεό είναι λίγο. Δεν είχαν ιατρείο, δεν είχαν άσφαλτο, δεν είχαν αποχέτευση, βρίσκονταν σε υψόμετρο 2.000 μέτρων και για πολλά χρόνια όποτε το φως χανόταν (φαινόμενο συχνό) χρησιμοποιούσαν κεριά στη θέση ηλεκτρικού. Για την υπόλοιπη Βαρκελώνη, το Τορέ Μπαρό ήταν «κάτι πίσω από το βουνό». Ουδείς του έδινε σημασία, αν το ήξερε κιόλας. Το «47» που διαβάζουμε στον τίτλο της ταινίας, είναι το νούμερο του λεωφορείου που οδηγεί ο Βιδάλ, ένας από τους ανθρώπους που έκτισαν με τα χέρια τους τα σπίτια της κοινότητας και που όνειρό του ήταν πάντα να τη δει κάποτε να ζει ανθρώπινα. Στόχος του: κάποια στιγμή να αρχίσουν να περνούν λεωφορεία μέσα από το Τορέ Μπαρό, ώστε ο κόσμος, τουλάχιστον, να μετακινείται πιο εύκολα.

Eπανεκδόσεις

Ο μεγάλος δραπέτης (Cool Hand Luke, ΗΠΑ, 1967). Θα πρέπει να δει κανείς τον Πολ Νιούμαν (1925-2008) σε αυτήν την ταινία προκειμένου να νιώσει στο πετσί του το πόσο cool τύπος είναι ο Λιουκ Τζάκσον, ο ήρωας που υποδύεται. Οι λέξεις αναπόφευκτα τον αδικούν. Ισως είναι και ο καλύτερος ρόλος της καριέρας του, σε μια από τις καλύτερες ταινίες του (από τον υποτιμημένο Στιούαρτ Ρόζενμπεργκ). Τον βρίσκουμε φυλακισμένο σε αγροτική φυλακή όπου αψηφά τους πάντες και τα πάντα (δεσμοφύλακες και φυλακισμένους). Η δραματική σύγκρουση στην ιστορία έχει δύο πόλους με τον Λιουκ ανάμεσά τους: στη μια ο σκληρός διευθυντής φυλακών (Στρόδερ Μάρτιν) που αντιμετωπίζει με σαδισμό την «άτακτη» συμπεριφορά του Λιουκ («έχουμε πρόβλημα στην επικοινωνία μας» – κλασική ατάκα της ταινίας) στην άλλη ο «bully» των φυλακισμένων, στον οποίο ο Λιουκ σηκώνει κεφάλι, παρότι σωματικά είναι μπροστά του σαν το φύλλο δίπλα στο πεύκο (η σκηνή της «μονομαχίας» τους στην καταβρόχθιση  βραστών αβγών είναι το απόλυτο χάιλαϊτ της ταινίας).

Ματαντόρ (Matador, Ισπανία, 1986). Ενας εκπαιδευόμενος ταυρομάχος (Αντόνιο Μπαντέρας) αποπειράται να βιάσει τη μνηστή του δασκάλου του (Νάτσο Μαρτίνεζ), συλλαμβάνεται από την αστυνομία και ομολογεί ότι έχει επίσης διαπράξει δύο φόνους. Ομως η δικηγόρος του (Ασούμπτα Σέρνα), αντιλαμβάνεται ότι ο νεαρός δεν λέει όλη την αλήθεια και οι υποψίες της επιβεβαιώνονται όταν συναντά τον δάσκαλο ταυρομαχίας.

Ο Σίμων της ερήμου (Simon del Desierto, Μεξικό 1965). Αυτή η μεσαίου μήκους ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ (1900 – 1983) που επίσης προβάλλεται από σήμερα, δεν είναι επανέκδοση καθώς ποτέ πριν δεν είχε διανεμηθεί εμπορικά στη χώρα μας. Για μια ακόμη φορά μπαίνουμε – άλλοτε ήπια άλλοτε βίαια – στο μοναδικό σύμπαν του «βλάσφημου» ισπανού σουρεαλιστή, σε μια ταινία που αν όχι καταδικάζει, σίγουρα προκαλεί πολλές δεύτερες σκέψεις σε ό,τι αφορά τη σχέση ανθρώπου – θείου την οποία ο Μπουνιουέλ ανέκαθεν σάρκαζε, γενναία, τολμηρά και ας μου επιτραπεί με μια αίσθηση «τρυφερής αλαζονείας».

Επίσης προβάλλονται

«Ο ψυχίατρός μου τρελάθηκε» (Jamais Sans Mon Psy, Γαλλία, 2025). Γαλλική κωμωδία με τον Κριστιάν Κλαβιέ στον ρόλο ενός διάσημου ψυχαναλυτή που καταπιέζεται από έναν αγχώδη και εξαιρετικά προσκολλητικό ασθενή (Μπατίστ Λεκαπλάν).

Ο μύθος του Μαρακούντα (The Myth of Maracuda, Ρωσία, 2025). Κινούμενα σχέδια του Βίκτορ Γκλουχουσίν στα οποία ο μικρός γιος του αρχηγού μιας φυλής χιλιάδων χρόνων στο παρελθόν προσπαθεί με τη βοήθεια ενός πουλιού να αποδείξει ότι είναι άξιος πολεμιστής.