Εγραφα πριν από κάποιες μέρες για κάτι που ας μην το πω ακόμη κίνημα, ας το πω διάθεση αποδόμησης των Κυκλάδων. Που δεν επωάζεται μόνο στο Διαδίκτυο από αόριστες μαρτυρίες «απλών ανθρώπων» οι οποίοι, χωρίς να αναφέρονται σε συγκεκριμένο νησί, συγκεκριμένο κατάλυμα και συγκεκριμένα μαγαζιά, λένε για το πόσο έχουν ακριβύνει οι Κυκλάδες και ότι οι Ελληνες δεν μπορούν να πάνε πλέον εκεί γι’ αυτό και οι ίδιοι δεν τις θέλουν πια και σιγά τα νησιά δηλαδή. Καλλιεργείται και από δημοσιογραφικά σημειώματα που καλούν σε μποϊκοτάζ των συγκεκριμένων νησιών για να τιμωρηθούν οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται εκεί και οι κάτοικοι που τους ανέχονται.

Εν τω μεταξύ, ήρθαν οι πρώτες μεγάλες ζέστες και το περασμένο Σαββατοκύριακο, οι «εκδρομείς» πάλι στις Κυκλάδες πήγαν. Ελα όμως που άλλαξε ο καιρός, ήρθε «ο βοριάς που ματώνει στις Κυκλάδες» όπως γράφει ο Μάνος Ελευθερίου στο τραγούδι του Δήμου Μούτση και τα πλοία έδεσαν λόγω απαγορευτικού απόπλου και οι εκδρομείς δεν μπορούσαν να επιστρέψουν; Σίγουρα πολύ δυσάρεστο αν πρέπει την επόμενη ημέρα να πας οπωσδήποτε στη δουλειά. Αλλά απολύτως ενδεικτικό για το πώς είναι η πραγματική ζωή στις Κυκλάδες, πέρα από τις δαλιανιδικές «καρτ ποστάλ» με τις βουκαμβίλιες στα λευκά σοκάκια (χρήσιμη – ή εντελώς άχρηστη – πληροφορία: μην περιμένετε να φτουρήσει η βουκαμβίλια σας σε γλάστρα, για να φουντώσει πρέπει οι ρίζες της να πιάσουν βόθρο γι’ αυτό και ευδοκιμούν σε νησιά που δεν φημίζονται για το αποχετευτικό τους σύστημα).

Δεν είναι ειδυλλιακή η ζωή στις Κυκλάδες ακόμη και σήμερα. Στο συλλογικό ασυνείδητο των κατοίκων τους έχει καταγραφεί αυτή η αίσθηση του αποκλεισμού λόγω καιρού. Η απομόνωση που επιβάλλουν τα μποφόρ και τα μελτέμια που, παλαιότερα, μπορούσε να κρατήσει κάμποσες μέρες. Η ανησυχία ότι θα έχεις κάποια δουλειά εκτός νησιού και δεν θα μπορείς να ταξιδέψεις. Η αγωνία για τον άνθρωπό σου που πρέπει να μεταφερθεί για λόγους υγείας αλλά δεν είναι δυνατόν. Ενας αταβικός φόβος που αρχίζει να ανεβάζει γράδα όσο φουντώνει ο αέρας. Εκείνες οι άγριες λέξεις που έβρισκε η συριανή γιαγιά μου για να περιγράψει τα κύματα που άλλοτε τα έλεγε «φίδια» και άλλοτε «τελώνια» (ναι, όπως το λέει και ο Ελύτης στο «Θαλασσινό τριφύλλι»: «Μια φορά τα χίλια χρόνια, του πελάγου τα τελώνια»). Σίγουρα, όλοι οι τόποι έχουν τις δυσκολίες και τα «κατσάβραχά» τους αλλά οι μη Κυκλαδίτες θεωρούν ότι, στις Κυκλάδες, η ζωή κυλά χαλαρά και χαρούμενα σαν τραγουδάκι της Μαρίνας Σάττι και αφήνοντας, οπωσδήποτε, υπερκέρδη.

Εν τω μεταξύ, έβλεπα στην τηλεόραση τα ρεπορτάζ με τους «αποκλεισμένους» του Σαββατοκύριακου. Εξαλλοι όλοι και τους καταλαβαίνω. Ο πανικός του αποκλεισμού, ειδικά μάλιστα όταν δεν τον έχεις προβλέψει στο μπάτζετ σου, μπορεί να σε διαλύσει. Ωστόσο η επωδός των περισσότερων «Τι κάνει το κράτος;» δεν κολλάει εδώ. Τι να κάνει δηλαδή το κράτος; Να ανοίξει τα χέρια του να σταματήσει τον αέρα; Ο,τι ήταν να κάνει το έκανε όταν το 1966, με αφορμή το πολύνεκρο ναυάγιο στη Φαλκονέρα, η απαγόρευση του απόπλου μέχρι τότε ήταν στη διακριτική ευχέρεια του κάθε καπετάνιου, πέρασε στη δικαιοδοσία των κατά τόπους λιμεναρχείων και επιβάλλεται επισήμως.

Στις παραλίες

Εμείς στις Κυκλάδες αυτά. Στη Χαλκιδική άλλα. Εξαρθρώθηκε, σου λέει, η «Μαφία του λουκουμά» και καταδικάστηκε ο αρχηγός της. Δηλαδή αυτοί οι δύσμοιροι – αλλοδαποί κυρίως – που περιφέρονται στις παραλίες και πουλάνε λουκουμαδοντόνατς είναι μαφιόζοι; Οπότε μάλλον γι’ αυτό μπερδεύτηκαν οι αστυνομικοί εκεί στη Χαλκιδική και συνέλαβαν, σε κάποια παραλία, προφανώς θεωρώντας ότι είναι μαφιόζοι – λουκουματζήδες, δύο αγόρια από την Αφρική και ένα κορίτσι από τη Βουλγαρία που μόλις είχαν τελειώσει τα γυρίσματα μιας ερωτικής ταινίας. Και για να τους αφήσουν ελεύθερους, ζήτησαν να δουν την ταινία. Για να τους πιστέψουν καλέ.