Πριν από δέκα χρόνια, το brand του Αλέξη Τσίπρα δεν είχε ανάγκη από τα επικοινωνιακά τρικ κάποιου επαγγελματία του πολιτικού μάρκετινγκ. Στους μήνες που προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος, οι δημοσκόποι παρατηρούσαν ότι το ποσοστό εκείνων οι οποίοι απαντούσαν στους ερευνητές τους πως ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο υποδήλωνε μια συριζαϊκή εκλογική βάση πολύ μεγαλύτερη απ’ τους 2.245.978 που είχε καταγράψει η Singular Logic (αν έλεγαν αλήθεια, το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, θα έπρεπε να είχε πιάσει 60% στις εκλογές, θυμάται ένας). Ο πρώτος αριστερός πρωθυπουργός είχε γίνει μόδα. Οι πολλοί ήθελαν να πουν πως είχαν συμβάλει στην άνοδό του στην εξουσία. Τέτοιες μέρες, προτού οι πολίτες προσέλθουν στη δεύτερη από τις τρεις κάλπες του 2015 – αυτή που οι συριζαίοι λάνσαραν ως απόδειξη της πίστης τους στην αμεσοδημοκρατία –, δονούσε ένα κατάμεστο Σύνταγμα. Το 61,31% τον άκουσε και ψήφισε «Οχι». Οι προβλέψεις πως η επιβολή των capital controls θα θυμώσει, και τελικά θα διώξει, ψηφοφόρους δεν επιβεβαιώθηκαν. Δύο μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο, κέρδισε την τρίτη εθνική αναμέτρηση. Παρά την κωλοτούμπα και την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου, έχασε μόλις 4 έδρες.
Rebranding
Σήμερα, ο ιδρυτής του μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει διατεθειμένος να μιλήσει στην επέτειο της πιο ιστορικής στιγμής της πρωθυπουργικής του θητείας. Αλλά, εμφανίστηκε πρόθυμος να υπενθυμίσει το ταλέντο του στους τακτικισμούς. Ετσι, αιτήθηκε τη δημοσιοποίηση των πρακτικών του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών της 6ης Ιουλίου του 2015, γνωρίζοντας πως ανάλογα αιτήματα έχουν απορριφθεί στο πρόσφατο παρελθόν. Τη ζήτησε, με άλλα λόγια, για να εισπράξει την άρνηση και να γράψει ένα μακροσκελές ποστ που διαβάστηκε από όσους προσμένουν την επιστροφή του ως μια ακόμη υπόσχεση πως η μέρα εκείνη δεν αργεί. Ο Τσίπρας του 2025, όμως, δεν εκπέμπει την αύρα του άχαστου. Και κανένας επικοινωνιολόγος δεν μπορεί να πείσει τους μετριοπαθείς πως το δημοψήφισμα ήταν μια προσεκτικά υπολογισμένη πολιτική μπλόφα με στόχο την παραμονή της χώρας στο ευρωπαϊκό κλαμπ. Ούτε τους ταγμένους στον αντισυστημισμό ότι η μετατροπή του «Οχι» τους σε «Ναι» ήταν μια πράξη πολιτικής ωρίμασης. Κανένα rebranding, όσο μεθοδικά σχεδιασμένο κι αν είναι, δεν σβήνει τον πολιτικό χαρακτήρα που φανερώνεται στις κρίσιμες συγκυρίες. Παρότι επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία, αυτή δεν θα είναι ευγενική μαζί του στο συγκεκριμένο κεφάλαιο.







