Για «άλμα προς τα εμπρός», «φιλόδοξο, ιστορικό και θεμελιώδες για την εξασφάλιση του μέλλοντός μας» έκανε λόγο χθες ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, παραμονή της διήμερης κρίσιμης συνόδου κορυφής της Συμμαχίας στη Χάγη: την πρώτη επί της ταραχώδους δεύτερης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Με φόντο πλέον όχι μόνο τη συνεχιζόμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά και τη φλεγόμενη μεσανατολική «γειτονιά» της Ευρώπης, ο Ρούτε ανακοίνωσε ότι τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να αυξήσουν στο 5% του ΑΕΠ τις αμυντικές δαπάνες: 3,5% σε αμιγώς στρατιωτικές δαπάνες και 1,5% σε ευρύτερες δαπάνες ασφαλείας. Από τη δέσμευση, τόνισε, δεν έχει λάβει εξαίρεση η Ισπανία, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις του πολιτικά κλυδωνιζόμενου Σοσιαλιστή πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ.

Το ποσοστό

«Το ποσοστό του 3,5% δεν είναι κάτι αδύνατο. Συζητείται εδώ και πολύ καιρό» σχολιάζει στην εφημερίδα «El Pais» ο Μαξ Μπέργκμαν, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Προγράμματος στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS), με έδρα την Ουάσιγκτον. «Σε πολλά μέρη της Ευρώπης, ειδικά στην Ισπανία και σε άλλες χώρες, θεωρείται ως μια προσπάθεια να κατευνάσουν τους Αμερικανούς, ώστε να παραμείνουν στο ΝΑΤΟ» επισημαίνει. Ομως «αυτές οι δαπάνες δεν επιλύουν τα βαθύτερα διαρθρωτικά προβλήματα της ευρωπαϊκής άμυνας» τονίζει. «Υπάρχει επίσης ένας πραγματικός φόβος ότι αν δεσμευτούν σε αυτό το ποσοστό, οι ΗΠΑ θα πουν ότι τώρα μπορούν να αποσυρθούν επειδή οι Ευρωπαίοι τελικά αύξησαν τη συνεισφορά τους».

Τούτων λεχθέντων, το Politico και η WELT μίλησαν με περισσότερους από δώδεκα ευρωπαίους και αμερικανούς νυν και πρώην υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, στρατιωτικούς αξιωματικούς και ακαδημαϊκούς για το πώς θα έμοιαζαν το ΝΑΤΟ και η ευρωπαϊκή ασφάλεια με έναν μικρότερο ρόλο των ΗΠΑ, ωθώντας έτσι άλλες χώρες να (συν)αναλάβουν ηγετικούς ρόλους. Πιο πιθανή εκδοχή θεωρούν τη διευρυμένη εκδοχή του λεγόμενου «Τριγώνου της Βαϊμάρης» μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας και Πολωνίας, με τη συμπερίληψη του Ηνωμένου Βασιλείου.

Η Γαλλία και η Βρετανία είναι πυρηνικές δυνάμεις και μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης. Η δε Πολωνία, όμορη της Ουκρανίας, έχει τον μεγαλύτερο στρατό ξηρός στην Ευρώπη και τον υψηλότερο αμυντικό προϋπολογισμό στο ΝΑΤΟ. Υπάρχουν ωστόσο μεταξύ τους ανταγωνισμοί, διαφορές και «αγκυλώσεις».

Δεν είναι καν σαφές εάν η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν δημοσιονομικά περιθώρια να δαπανήσουν σημαντικά κεφάλαια για την άμυνα. Αν και η παραδοσιακά φιλοαμερικανική Πολωνία θα μπορούσε να αποτελέσει «γέφυρα» με την κυβέρνηση Τραμπ, βρίσκεται σε εσωτερική πολιτική περιδίνηση μετά την εκλογή του ευρωσκεπτικιστή εθνικιστή Κάρολ Ναβρότσκι και την αποδυνάμωση του κεντρώου πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ. Η δε νέα ηγεσία της Γερμανίας δείχνει να ακολουθεί τις πρωτοβουλίες άλλων – ιδιαίτερα του Λονδίνου και του Παρισιού – αντί να καθορίζει την ατζέντα, παρά τις διακηρύξεις του πρώην ένθερμου ατλαντιστή καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς για την ανάγκη μεγαλύτερης αυτονομίας της Ευρώπης έναντι των ΗΠΑ.

Η Γαλλία

Πέραν αυτών, υπενθυμίζει το δημοσίευμα, «η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο δείχνει ότι οι συμμαχίες, ακόμη και αν βασίζονται σε συνθήκες, μπορούν να ανατραπούν από εκλογές». Πιο άμεσο και ορατό είναι αυτό το ενδεχόμενο στη Γαλλία, όπου το 2027 θα διεξαχθούν υψηλού διακυβεύματος εκλογές, εν μέσω πανευρωπαϊκής ανόδου της Ακροδεξιάς.

«Αυτό που θα μπορούσε να λειτουργήσει σήμερα με τους Μακρόν, Στάρμερ και Μερτς μπορεί να μη λειτουργήσει αύριο με τη Μαρίν Λεπέν (Γαλλία), τον Νάιτζελ Φάρατζ (Βρετανία) και την Αλις Βάιντελ (Γερμανία)» λέει χαρακτηριστικά στο Politico υψηλόβαθμος γάλλος στρατιωτικός αξιωματούχος. Παρ’ όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι δεν πρέπει να «παραλύσουν» από ανάλογους φόβους, τονίζει η Γκεζίν Βέμπερ, ερευνήτρια στο Γερμανικό Ταμείο Μάρσαλ: «Είναι κρίσιμο να μην αυτοκτονήσουν επειδή φοβούνται τον θάνατο».