Εχετε μιλήσει σε αρκετές συνεντεύξεις σας για τον ναρκισσιστικό πολιτισμό. Πώς τον αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητά μας;
Εκδηλώνεται κυρίως μέσα από τον ατομικισμό. Τα πάντα πλέον περιστρέφονται γύρω από το άτομο. Δεν έχει πια σημασία αν κάτι σχετίζεται με τον άλλον, και αυτό είναι χαρακτηριστικό του σύγχρονου πολιτισμού. Παλαιότερα, σε όλη τη Δύση, υπήρχε η θρησκεία, η οικογένεια και άλλοι θεσμοί. Μετά την κατάλυση των παραδοσιακών θεσμών και ιδεολογιών, όλο και περισσότερο οδεύουμε προς μια ιδεολογία όπου κυριαρχεί ο ναρκισσισμός, και όχι το αν αυτό που κάνω είναι καλό για την κοινότητα. Αν φέρομαι σωστά ή όχι. Δεν υπάρχει πια η ενοχή για το αν είμαι εντάξει· έχει αντικατασταθεί από την ντροπή – αν είμαι in ή όχι. Ο σύγχρονος άνθρωπος ενδιαφέρεται για το πώς θα είναι lux, σε μια επιδερμική σχέση που τον ικανοποιεί, και όχι σε μια βαθύτερη σχέση με τον άλλον – όπου και ο άλλος πρέπει να δώσει κάτι.
Τι πιστεύετε ότι μας εμποδίζει να ξεπεράσουμε τον ατομικισμό;
Δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο «απ’ έξω», στο πώς θα αναπτυχθώ, γιατί έτσι λαμβάνουμε την αναγνώριση και την αποδοχή από τους άλλους. Επειδή δεν την έλαβα από τη μητέρα μου, θα την πάρω επειδή θα γίνω πολύ πλούσιος, πολύ σοφός, πολύ διάσημος κ.λπ. Μας κατευθύνουν τα μάτια του άλλου – και νομίζω πως εγώ κατευθύνω τη ζωή μου, ενώ στην ουσία έχω ενσωματώσει μέσα μου ένα βλέμμα που με καθοδηγεί. Ο,τι επιλέγεις να κάνεις πρέπει να σε συνδέει με κάτι δικό σου.
Υπάρχει, όμως, κάτι μέσα μας που να λειτουργεί ως αντίβαρο σ’ αυτό το βλέμμα του άλλου; Κάτι που να μας κρατά συνδεδεμένους με τον εαυτό μας;
Κάνω κάτι που μου αρέσει κι έτσι – νομίζω τουλάχιστον – δεν αποξενώνομαι από τον εαυτό μου. Το να μείνεις κοντά στον εαυτό σου δεν είναι αυτονόητο. Ισως ξεκινά από το πώς μαθαίνεις να βλέπεις τον κόσμο. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πάτρα, σε μια εξαμελή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός, και η μητέρα μου είχε τελειώσει την Δ’ Δημοτικού, αλλά ήταν από τους πιο σοφούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Είχε ένα είδος αντιναρκισσισμού, κάτι που το παρατηρούσα και σε άλλους ανθρώπους. Εκαναν θυσίες για τους άλλους χωρίς ποτέ να το κάνουν σημαία. Και ήταν ευτυχείς. Υπήρχε – και λόγω του πατέρα μου – μια οικογένεια δομημένη σε αρχές και τάξη. Ηταν ένα καταπιεστικό πλαίσιο, αλλά από την άλλη σου έδινε την ικανότητα να δουλέψεις περισσότερο τον εαυτό σου, γιατί δεν είχες περιθώρια να ξεφύγεις πολύ στο acting, στο να κάνεις πράξη. Επρεπε να τα βάλεις σε σκέψεις και σε συναισθήματα.
Αρα, η επιλογή της ιατρικής δεν ήταν τυχαία;
Οχι, καθόλου. Από μικρός με είχε εντυπωσιάσει. Είχα κι ένα πρόβλημα υγείας, γιατί στη γέννα μου χτυπήθηκε ένα νεύρο και προκάλεσε – στο χέρι – μια διαταραχή που λέγεται μαιευτική παράλυση. Το αντιμετώπισα έπειτα από πολλή προσπάθεια. Αυτό με καθόρισε, διότι όλα τα αγόρια, οποιονδήποτε τραυματισμό τον εκλαμβάνουν ως «ευνουχισμό». Ειδικά όταν αντιμετωπίζουν τη χλεύη των άλλων παιδιών. Αυτό σου προκαλεί την επιθυμία να ελέγχεις αυτό το μειονέκτημα. Εν προκειμένω, την παράλυση του χεριού μου. Ετσι έγινα αθλητής. Παρ’ όλο που είχα πρόβλημα με το χέρι μου, έπαιζα στην ομάδα μπάσκετ, ποδόσφαιρο. Για μένα, η αναπηρία μου ήταν η προίκα μου. Μου έδωσε μια ώθηση να σκεφτώ πράγματα. Να νιώσω καλύτερα. Οντας με ένα τραύμα στο σώμα, άρχισα να σκέφτομαι καλύτερα το σώμα.
Αυτή η επαφή με το δικό σας πρόβλημα και τις απώλειες γύρω σας, πώς επηρέασε τη στάση σας στη ζωή εκείνη την εποχή;
Και ταυτόχρονα η ευαισθησία που είχα απέναντι σε απώλειες ανθρώπων που ζούσαν στη γειτονιά – από ασθένειες ή δυστυχήματα – με έκαναν να είμαι πιο κοντά σε αυτή την ψυχολογία. Δεν κλείστηκα στον εαυτό μου· έγινα πιο εξωστρεφής, αλλά και πιο μελαγχολικός. Ετσι άρχισα να γράφω ποιήματα, ν’ ακούω μουσική. Σε αυτό με βοήθησε ο Πάνος (σ.σ. ο οποίος είναι συνθέτης και ερευνητής του ρεμπέτικου). Ηρθα έτσι σ’ επαφή με το Νέο Κύμα, αλλά και τη ροκ σκηνή: Pink Floyd, Bob Dylan, Beatles, Doors κ.ά. Ολοι αυτοί, εκείνη την εποχή της χούντας, έγιναν οι δάσκαλοί μας.
Ηταν το παράθυρό σας στον έξω κόσμο.
Βέβαια, γιατί οι στίχοι – για παράδειγμα – του Ντίλαν ή του Λέοναρντ Κοέν σε έβαζαν σ’ έναν άλλο, διαφορετικό κόσμο.
Πώς φτάσατε στην ψυχανάλυση;
Είχα ενταχθεί στο αντιδικτατορικό κίνημα μέσω μιας παράνομης οργάνωσης και άρχισα να μελετάω ψυχιάτρους που με επηρέασαν. Μέσα μου, όμως, έχει γράψει και μια εικόνα που έζησα όταν ήμουν παιδί, και έγινε η χούντα. Μια εικόνα που με έχει κάνει να σκεφτώ πολλές φορές ότι, αν έκανα ένα μνημείο για τον αγώνα κατά της χούντας, θα έφτιαχνα την προτομή ενός αρτεργάτη.
Γιατί;
Θυμάμαι ένα τέτοιο πρόσωπο που δούλευε στον φούρνο του Γραβάνη και του πήγαινα τα ταψιά για ψήσιμο ή έπαιρνα ψωμί. Οταν έγινε η χούντα, στο 26ο Δημοτικό Σχολείο όπου πήγαινα, στο προαύλιο, μάζεψαν όλους τους αριστερούς. Περνώντας από εκεί – ήμουν πια στην Α’ Γυμνασίου – είδα αυτόν τον αρτεργάτη. Τον χαιρέτησα, με χαιρέτησε κι εκείνος. Καθόταν πάνω σε μια πέτρα. Αυτοί οι μικροί ήρωες των μεγάλων και σπουδαίων πράξεων πάντα με συγκινούσαν.
Από τα χρόνια της αθωότητάς σας σάς διαπερνούσαν τα μεγάλα συναισθήματα.
Αν έχεις βιώσει κάτι τραυματικό, μπορεί να συμβεί αυτό που περιγράφετε: να συμπάσχεις. Δεν μπορείς να έχεις ένα σωματικό τραύμα χωρίς να έχεις και ψυχικό. Οταν υποφέρεις σωματικά, θα υποφέρεις και ψυχικά. Υπάρχει μια τάση να διχοτομήσουμε το σώμα από την ψυχή. Ομως – όπως αναφέρω και στο τελευταίο μου βιβλίο (σ.σ. «Σώμα από ουρανό, ψυχή από χώμα», εκδ. Παπαδόπουλος) – αυτά συνδιαμορφώνονται.
Συνεπώς, σας συνδιαμόρφωσε η ανάγκη σας να κατανοήσετε αυτό που σας συνέβη.
Και να κατανοήσω ότι αυτό προκαλεί στενοχώρια και έλλειψη αλλού, την οποία κάπως πρέπει να καλύψω. Οταν έχεις μια τρώση στο σώμα, φοβάσαι τον «ευνουχισμό». Θυμάμαι μια γειτονοπούλα μεγαλύτερη, που θέλοντας να μου κάνει κομπλιμέντο, μου είπε: «Τι μάτια είναι αυτά! Σαν τη Σοράγια είσαι». Και θύμωσα, γιατί είχα το πρόβλημά μου και το τελευταίο που ήθελα να ακούσω ήταν ότι έμοιαζα με γυναίκα.
Πότε αισθανθήκατε ότι «απογειώνεστε»;
Οταν πέρασα στην Ιατρική, όταν άρχισα – από τότε που ήμουν φοιτητής – να βγάζω δικά μου χρήματα, και φυσικά όταν πήγα στη Γενεύη για να συνεχίσω τις σπουδές μου. Εκεί άνοιξαν άλλοι δρόμοι.







