Συμμετέχοντας στη διαδικασία της διασκευής του κειμένου, οι κρατούμενοι μπόρεσαν να αναγνωρίσουν κομμάτια του εαυτού τους στις εμμονές του Φιλοκλέωνα, να μιλήσουν δυνατά για την ανάγκη των υποδίκων να ακουστούν, διεκδικώντας το δικαίωμά τους στη σάτιρα και στον αυτοσαρκασμό. Μεταξύ τους, έκαναν έναν έξυπνο αυτοσχεδιασμό με γρήγορες ατάκες για τη ζωή στη φυλακή, σκόρπισαν γέλιο με τις εκφράσεις του προσώπου τους και βίωσαν τη θεατρική μέθεξη με πολύ πρωτόλειο τρόπο. Υπό τον τόνο δυνατής μουσικής, κινήθηκαν ρυθμικά, το διασκέδασαν και ως σφήκες ένας-ένας φώναζαν ότι πετούν ψηλά, πάνω από τα δικαστικά έδρανα, ελεύθεροι, ξέχασαν για μια νύχτα τις ποινές τους, άγγιξαν τ’ αστέρια και δεν ήταν φταίχτες. Οταν αργότερα, έστησαν μαζί με τον Βδελυκλέωνα ένα συμπόσιο για να θεραπεύσουν τον Φιλοκλέωνα από τη δικομανία, πέρασαν στην αντίπερα όχθη που ως κατήγοροι ζήτησαν με ένταση την τιμωρία του γέροντα ο οποίος επιδιδόταν σε μια νέα ζωή με γλέντια, μεθύσια και κάθε λογής καλοπέραση ξεπερνώντας τα όρια. Κατέληξαν, έτσι, να δουν ίσως το πρόσωπό τους σε αυτόν τον καθρέφτη, αντιμέτωποι με τη συγκεκριμένη πλευρά του εαυτού τους που ίσως αγνοούσαν, αντλώντας φωναχτά τα συμπεράσματά τους. Γι’ αυτό και η τελευταία τους φράση πριν κλείσουν τα φώτα ήταν «απόψε δεν χάνει κανείς», κερδίζοντας το χειροκρότημα του κοινού.


Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ