Στο διάγγελμά του ο Πρωθυπουργός θέλησε να τονίσει πως η πολιτική αφετηρία του αρχηγού του κράτους έχει μικρότερη σημασία από την υψηλή του αποστολή. Και προσέθεσε πως «ούτε η διαφορετική προέλευση Προέδρου και Πρωθυπουργού εγγυάται την πολιτειακή ισορροπία, ούτε η πολιτική τους σύμπτωση δημιουργεί εξ ορισμού θεσμικό κίνδυνο» επειδή το Σύνταγμα παρέχει όλες τις εγγυήσεις κι «η Ιστορία δείχνει ότι τα πρόσωπα είναι εκείνα που τελικά δίνουν αξία στους θεσμούς».  Οι επισημάνσεις του ακούστηκαν σαν απαντήσεις σε εκείνους που ζητούσαν να μη σπάσει η μεταπολιτευτική παράδοση της πρότασης υποψηφίου για το ύπατο πολιτειακό αξίωμα από την απέναντι παράταξη, μια παράδοση που διασφάλιζε από την εποχή Στεφανόπουλου και μετά πως το κομματικό σύστημα θα εφάρμοζε το πνεύμα του Καταστατικού Χάρτη της χώρας για συναινετική εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ωστόσο, δεν αποτελούν πειστική δικαιολογία για τα βαθύτερα κίνητρα πίσω από την πρωθυπουργική επιλογή. Παρά το κύρος και την αδιαμφισβήτητη πολιτική του εμπειρία ο νυν Πρόεδρος της Βουλής κι επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας παραμένει ένας εν ενεργεία βουλευτής της συμπολίτευσης. Γι’ αυτό πρόκειται για μια παραταξιακή υποψηφιότητα, η οποία δεν μπορεί παρά να εκπέμψει το μήνυμα της (κεντρο)δεξιάς στροφής. Η ηρεμία που επικρατεί από τα Χριστούγεννα και μετά στους κόλπους της ΝΔ φαίνεται να βάρυνε περισσότερο στο πρωθυπουργικό μυαλό. Η δε διάχυτη στην ΚΟ του κυβερνώντος κόμματος ικανοποίηση επιβεβαιώνει ποιος ήταν ο στόχος: ο κατευνασμός της συντηρητικής πτέρυγας της ΝΔ. Η ανάγκη για πολιτική περιχαράκωση κι η μετατροπή μιας κορυφαίας διαδικασίας σε εργαλείο επίλυσης εσωκομματικών προβλημάτων, όμως, δεν συνάδει με τις υποσχέσεις για ενωτικό πνεύμα.