Μπορεί να έχουν περάσει σχεδόν 250 χρόνια από τη στιγμή που ο πρίγκιπας Γκριγκόρι Ποτέμκιν, υπουργός της αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Ρωσίας, φρόντισε να στηθούν στις όχθες του Δνείπερου, στη διαδρομή απ’ όπου θα περνούσε για επιθεώρηση η αυτοκρατορική πομπή, μια σειρά από ευειδή σκηνικά, χαρτονένιες προσόψεις σπιτιών που αναπαριστούσαν ολόκληρα χωριά.

Οι χαρούμενοι χωρικοί ήταν μασκαρεμένοι στρατιώτες, ενώ η ανυποψίαστη αυτοκράτειρα ήταν τόσο ενθουσιασμένη από το «show».

Κάπως έτσι ο Ποτέμκιν κατάφερε να γιγαντώσει την επιρροή του στην κυβέρνηση, λέει ο ανεπιβεβαίωτος, αλλά άκρως διδακτικός μύθος.

Κάπως έτσι γίνονται τα πράγματα και σε άλλα μέρη του κόσμου, αλλά και σε άλλους τομείς.

Και κάπου εδώ μπαίνει στο «κάδρο» και η Ελλάδα, η οποία τα τελευταία χρόνια βίωσε μια σειρά από κρίσεις, όπως η δημοσιονομική ή το Προσφυγικό, αλλά και προβλήματα στις υποδομές που αποκάλυψαν έναν κρατικό μηχανισμό με… χάρτινες προσόψεις. «Χωριά Ποτέμκιν» που έστησαν τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων τα τελευταία 40-50 χρόνια.

Με φόντο το «κραχ» που βίωσε την περασμένη 10ετία η χώρα, ιδιαίτερη σημασία έχει και η πρόσφατη τοποθέτηση της υποδιοικήτριας της Τράπεζας της Ελλάδος, Χριστίνας Παπακωνσταντίνου, η οποία τόνισε ότι η ελληνική οικονομία έρχεται αντιμέτωπη και με προκλήσεις που εντείνονται μεν από την τρέχουσα συγκυρία (δυσμενές μακροοικονομικό περιβάλλον, υψηλός πληθωρισμός και αυξημένα επιτόκια), αλλά σχετίζονται και με χρόνιες αδυναμίες.

Στο πλαίσιο αυτό, μιλώντας στη Λευκωσία, η Χρ. Παπακωνσταντίνου αναφέρθηκε στη διαφορετική αντιμετώπιση της κρίσης χρέους σε Ελλάδα και Κύπρο, σημειώνοντας ότι οι δύο χώρες εισήλθαν σε πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής σε διαφορετικές συγκυρίες, ωστόσο «η Κύπρος γνώρισε τελικά ευρεία εσωτερική συναίνεση στο πρόγραμμα και αυτό τη διευκόλυνε στην τήρηση των δεσμεύσεων, ενώ στην Ελλάδα, η έλλειψη συναίνεσης και η διάρρηξη της εμπιστοσύνης των ευρωπαίων εταίρων παρέτειναν τους οικονομικούς και κοινωνικούς κλυδωνισμούς».

Αυτό δηλαδή που προκύπτει είναι ότι εξαιτίας παθογενειών δεν κατέστη δυνατό να ανταποκριθούμε σε μια σειρά από εξωγενείς παράγοντες που έπληξαν και άλλα σημεία του πλανήτη.

Αγοραστική δύναμη. Αλλά και στην κρίση του πληθωρισμού, οι πολίτες είδαν το διαθέσιμο εισόδημα να τραβάει την… κατηφόρα και σε μεγαλύτερες «κλίσεις» σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ.

Σε μία «χαρτογράφηση» της πορείας των τιμών τους σε γάλα, τυρί και γιαούρτι από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, φαίνεται πως η χώρα μας είναι η τρίτη ακριβότερη χώρα στο φρέσκο γάλα και η ακριβότερη βάσει της αγοραστικής δύναμης (ισοδύναμες μονάδες αγοραστικής δύναμης).

Οπως φαίνεται στα συμπεράσματα, η Ελλάδα βρίσκεται στο 80% του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ευρώπης, έχει τα ακριβότερα τρόφιμα αμέσως μετά τη Μάλτα (με μικρή διαφορά) και τέλος έχει το ακριβότερο γάλα, τυρί και γιαούρτι (περίπου 40% ακριβότερο από τον μέσο όρο της Ευρώπης).

Από τις ροές των προσφύγων, στα ορμητικά νερά του Daniel

Πολλοί λένε ότι η Ελλάδα είχε την ατυχία να περάσει μια σειρά από «φουρτούνες». Αλλά οι ειδικοί διαφωνούν με τον όρο «ατυχία».

Ο Απόστολος Βεΐζης, διευθυντής της INTERSOS και γιατρός με εμπειρία 20 ετών στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, βρέθηκε πολλές φορές στα «μέτωπα» των εξελίξεων και, όπως αναφέρει στα «ΝΕΑ», χρειάζονται ριζικές αλλαγές, από το μηδέν. «Μην πω και κάτω από το μηδέν.

Δηλαδή αυτή τη στιγμή όλοι αναρωτιόμαστε ποιος κάνει τι, πώς θα το κάνει, ποιον να πάρουμε κ.λπ. Γι’ αυτό ό,τι κάνεις πρέπει να είναι σε καιρό ειρήνης, δεν το κάνεις όταν έχεις… πόλεμο».

Ο ίδιος με αφορμή και την προσφυγική κρίση ανέφερε ότι «δεν λείπουν οι πόροι, ούτε οι άνθρωποι που γνωρίζουν. Λείπει η πολιτική βούληση, γιατί δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι αυτή είναι η Ελλάδα και δεν μπορεί να αλλάξει.

Δεν νομίζω ότι η κυβέρνηση και κάθε κυβέρνηση διαχρονικά δεν ήξερε τι είναι αυτό που λείπει είτε έχει απέναντι 5.000 είτε 20.000 πρόσφυγες. Δεν μπορεί να ανταποκριθεί ο μηχανισμός γιατί δεν είναι οργανωμένος».

Από την πλευρά του ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου Ιωάννης Στριμπής σημείωσε πως παρά το γεγονός ότι από το 1990 και εξής η Ελλάδα κατέστη χώρα υποδοχής μεταναστών (ενώ παραδοσιακά ήταν χώρα προέλευσης μετανάστευσης), οι έντονες μεταναστευτικές ροές αντιμετωπίστηκαν αποσπασματικά, κυρίως με διαδοχικές ρυθμίσεις νομιμοποίησης των παρανόμως εισελθόντων και ευρισκομένων στη χώρα μεταναστών.

Νέες διαδικασίες.

«Η Ελλάδα θα έπρεπε να φροντίσει, εκτός από την ένταξη/ενσωμάτωση των μεταναστών και προσφύγων που βρίσκονταν στο έδαφός της, και για την επικαιροποίηση διαδικασιών στα σύνορα για όσους προσπαθούν να εισέλθουν στην επικράτεια και τη στελέχωση με προσωπικό εκπαιδευμένο στις νέες διαδικασίες» τόνισε και ταυτόχρονα υπογράμμισε ότι η κρίση αυτή ανέδειξε την ευρωπαϊκή διάσταση της μετανάστευσης όπου «και σε αυτό το επίπεδο ωστόσο η δράση (αντίδραση) υπήρξε αργή και ανεπαρκής».

Και επειδή κάθε τούρτα χρειάζεται ένα κερασάκι, ο «Daniel» ήρθε να μας υπενθυμίσει με τον χειρότερο τρόπο την κλιματική αλλαγή και την απειλή με την οποία βρίσκονται αντιμέτωπες οι υποδομές.

Σύμφωνα με τον καθηγητή στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος και διευθυντή του Εργαστηρίου Ανάλυσης και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών ASSIST, Δημήτρη Εμμανουλούδη, «στη Θεσσαλία υπήρξαν και αρκετές αστοχίες αντιπλημμυρικών έργων αλλά και αναχωμάτων φυσικών και τεχνητών πεδινών κοιτών, τα οποία δεν λειτούργησαν όπως έπρεπε και φάνηκαν ότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τέτοιες ποσότητες υδάτων».

Γι’ αυτό, όπως είπε, πρέπει να υπάρξει επανασχεδιασμός των αντιπλημμυρικών έργων και επαναδιαστασιολόγησή τους, παίρνοντας υπόψη τους τα νέα δεδομένα όπως προκύπτουν από τα διαρκώς εντεινόμενα μετεωρολογικά και υδρολογικά φαινόμενα.