Θυμάμαι τον αλησμόνητο φίλο ποιητή, δοκιμιογράφο και κριτικό θεάτρου Γιάννη Βαρβέρη, με τα εξαιρετικά υψηλού επιπέδου ενδιαφέροντά του, που με τις κριτικές του γινόταν εξαιρετικά δυσάρεστος για ηθοποιούς και σκηνοθέτες (πολύ γνωστός, πεθαμένος πια και αυτός ηθοποιός, τον είχε χαστουκίσει στο φουαγιέ του Εθνικού Θεάτρου), η κυριότερη ψυχαγωγία του παρέμεναν για δεκαετίες τα μπουζουξίδικα τα αποκαλούμενα στη γλώσσα των φανατικών θιασωτών τους ως «σκυλάδικα».

Με τραγουδιστές που τα ονόματά τους ήταν γνωστά σε ένα στενό κύκλο «μυημένων» δίχως ίχνος δισκογραφίας και με τραγούδια που δεν θα ακούγονταν ποτέ στο ραδιόφωνο. Μια λούμπεν, περιθωριακή με κάθε έννοια, μουσική ατμόσφαιρα που ο Βαρβέρης ανέπνεε μέσα της όπως το ψάρι στο νερό. Μου επανήλθε ζωηρά στον νου ο Βαρβέρης ακούγοντας τις προάλλες έναν σπουδαίο επιστήμονα (γιατρό) εξειδικευμένο σε επεμβάσεις καίρια αποφασιστικές για το αν θα επιζήσουν οι ασθενείς του, να ομολογεί πως είναι τόσο το ψυχικό και ηθικό κόστος της ειδικότητάς του ώστε θα χρειαζόταν να παίρνει τρία lexotanil την ημέρα προκειμένου να διατηρήσει την ισορροπία του ως άνθρωπος. «Αντί για lexotanil προτίμησα να ακούω Πόλυ Πάνου και γενικότερα τραγουδιστές και μια μουσική που σε σχέση με την εικόνα μου ως επιστήμονα, όσοι το ακούνε μένουν άναυδοι». Και εμείς επίσης.

Υπάρχει όμως μια εξήγηση άκρως συγκινητική φτάνει να τολμήσουμε να αγγίξουμε μια πτυχή της ανθρώπινης ψυχής που, αν και φαινομενικά, δεν μας κολακεύει, ωστόσο πιστώνεται σε ένα παράδοξο βάθος. Το μεγαλείο του ανθρώπου να πείθεται για την ύπαρξή του και ότι κυρίως δεν συνιστά εξαίρεση προκειμένου να το υπομένει κανείς, όταν μπορείς να παραμένεις σε επικοινωνία με μια «φτηνή» και ύποπτη για τα μάτια των πολύ καθώς πρέπει ανθρώπων επιλογή. Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς, αν και το πλήρωσαν πολύ ακριβά – πανάκριβα μάλιστα – κατά πόσο το έργο του Πιερ Πάολο Παζολίνι, του Κώστα Ταχτσή και του Μένη Κουμανταρέα, θα ανάδιναν αυτή τη δύναμη και αυτούς τους χυμούς αν δεν είχαν οι ίδιοι βουτήξει με τις συναναστροφές τους μέσα σε μια «λάσπη» και σε ένα «βούρκο» που για ένα πλήθος ακόμη και άξιων δημιουργών θα ήταν κάτι αδιανόητο. Σάμπως και ο ίδιος άνθρωπος που επαινείται και εγκωμιάζεται για τις επιδόσεις του, να θέλει να αισθάνεται ταυτόχρονα τόσο εκτεθειμένος ώστε να μπορεί να επισύρει την κατακραυγή και τη λοιδορία.

Δεν είναι τυχαία μια έκφραση που συχνά την επαναλαμβάνουν με καμάρι καλλιτέχνες, πολιτικοί και γενικώς πολύ γνωστά πρόσωπα ότι είναι «ταυτόχρονα και του λιμανιού και του σαλονιού». Οσο κι αν υπάρχουν η ιστορία και το παρελθόν ώστε να πραγματοποιεί κανείς συναρπαστικές εξερευνήσεις, δεν είναι λιγότερο γοητευτική η καθημερινή ζωή με ένα επιπλέον πλεονέκτημα, ότι μεταβάλλει σε χειροπιαστά τα αποτελέσματα οποιασδήποτε ανορθόδοξης περιπλάνησης. Οπως για παράδειγμα σε ένα μπουζουξίδικο της συμφοράς, τη δεκαετία του ’80 στις δυτικές συνοικίες, με «πρώτο όνομα» μια παλιά δόξα του τραγουδιού δίχως φωνή πια που έπρεπε όμως να συνεχίσει να δουλεύει για το μεροκάματο.

Οι θαμώνες του είναι ζήτημα αν θα είχαν ακούσει για την ύπαρξη του Μεγάρου Μουσικής και την παιδεία τους θα τη χαρακτήριζε κανείς, όχι μόνο τη μουσική, ελλιπή ή ελαττωματική. Ομως «Ου δε επλεόνασεν ή αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν ή χάρις». Αυτό το κοινό τραγουδούσε τόσο δυνατά το ίδιο προκειμένου να συμπαρασταθεί στην άφωνη πλέον τραγουδίστρια και να μη γίνεται αντιληπτό το πρόβλημά της. Σε έναν πολιτισμένο χώρο μουσικής που ακόμη κι αν δεν ακουγόταν γιούχα θα ήταν αισθητή η δυσφορία των καλλιεργημένων μουσικόφιλων ακροατών του, θα ήταν δυνατόν να αναγνωρίσει κανείς μια τόσο υψηλή έκφραση ανθρωπιάς;