Τα πιο ωραία καλοκαίρια τα έχω περάσει με τη γιαγιά Μαρίκα. Μόλις έκλειναν τα σχολεία, λακίζαμε γιαγιά και εγγονή για το χωριό. Χαβδάτα Κεφαλονιάς. Με το που φτάναμε, παίρναμε το λεωφορείο για Ληξούρι από όπου προμηθευόμασταν απορρυπαντικά κι ασβέστη για την αυλή. Μετά, την παρακολουθούσα να αραιώνει τον κήπο από ξερόχορτα, να ανασταίνει τα λουλούδια της, να ξεσκονίζει το σπίτι και να αρχίζει να αγχώνεται για το «τι θα φάμε αύριο». Τα μεσημέρια χωνόταν στην κουζίνα κι έφτιαχνε τα πιο ωραία γεμιστά στον κόσμο. Υστερα έπεφτε σιωπητήριο. Εξι νταν έφευγα βολίδα για παιχνίδι και, πέντε λεπτά μετά, επέστρεφα λαβωμένη για τις πρώτες βοήθειες. «Μα πότε πρόλαβες;», αναρωτιόταν ενώ μου έβαζε ιώδιο σε γόνατα και παλάμες. Και το βράδυ, το βραδάκι, βάζαμε τα καλά μας κι επισκεπτόμασταν συγχωριανούς, για να καταλήξουμε αργά στο καφενείο για παγωτό και κουβέντα.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ