Η εκλογική συντριβή της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς και τα εκλογικά κέρδη της ΝΔ (μάλλον πρωτοφανή για κυβερνών κόμμα που μάλιστα πέρασε πανδημίες, πολέμους και κύμα πληθωρισμού) δείχνουν δύο πράγματα: ο πραγματισμός και η αποτελεσματικότητα επιβραβεύονται, η μίζερη ανερμάτιστη συγκρουσιολογία απωθεί. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχει χώρος για Κεντροαριστερά στη χώρα, το κάθε άλλο: είναι προνομιούχος χώρος για ένα κόμμα με πρόγραμμα και μέθοδο.
Στο πολιτικό εκκρεμές η ώρα του ερασιτεχνικού πειραματισμού πέρασε, ο κόσμος αντί να ειρωνεύεται τους ειδικούς φαίνεται να αναζητά μια τεχνοκρατική ελίτ. Αυτό που όμως δεν θέλει ο κόσμος του Κέντρου είναι την εκλαμβανόμενη ψυχρότητα των τεχνοκρατών, έλλειψη ενσυναίσθησης ή ακόμα και αδιαφορία για τα «προβλήματα των απλών ανθρώπων». Ελιτισμός στην εξουσία, αλλά υπέρ των αδυνάτων, όχι της διατήρησης προνομίων των ισχυρών.
Περιέργως το ΠΑΣΟΚ, παραδοσιακά δεσπόζον στο Κέντρο με μαεστρία στην προσέλκυση ταλέντων του χώρου (ό,τι και να ψέξουμε στον ιδρυτή του κόμματος άλλωστε, το μόνο σίγουρο είναι ότι το ανθρώπινο κεφάλαιο ξεχείλιζε από τον Ανδρέα Παπανδρέου), σήμερα φαίνεται να έχει σοβαρή αδυναμία. Τα πήγε καλά στις εκλογές, αναπάντεχα για πολλούς. Αλλά μια προσεκτικότερη ματιά στα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ στις περιοχές της χώρας με το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο προκαλεί ανησυχία.
Οι μεσοαστικές περιοχές των βορείων προαστίων της Αθήνας, μορφωμένες αλλά όχι με ακραίο πλούτο, είναι προνομιακές για ένα μετρημένο, ικανό κεντρώο κόμμα. Κι όμως, στο Χαλάνδρι το ΠΑΣΟΚ πήρε 7,7%, πολύ κάτω από τον εθνικό του μέσο όρο (11,46%), έναντι 45,1% της ΝΔ! Στο Μαρούσι 7,47% έναντι 47,1%. Σε Παπάγου - Χολαργό τα ποσοστά των δύο ήταν 6% έναντι 50%. Στο δε ευμαρέστατο Παλαιό Ψυχικό τα νούμερα ήταν πραγματικά συντριπτικά, 3,6% έναντι 72%! Και δεν φταίει απλά ότι τα πλούσια προάστια είναι «δεξιά προπύργια»: στο Ψυχικό ακόμα και το ΚΚΕ τα πήγε καλυτέρα με 3,7%!
Ενας οικονομολόγος θα θεωρούσε ότι αυτές οι περιοχές δείχνουν και το μέλλον της χώρας, όσο έρχεται οικονομική ανάπτυξη. Τα κόμματα που είναι «κανονικά αγαθά» θα έχουν ανεβασμένη ζήτηση σε μια πλουσιότερη Ελλάδα, ενώ αυτά που είναι κατώτερα αγαθά θα χάνουν σε δημοφιλία. Οσο το εισόδημα των Ελλήνων πλησιάζει το μέσο ευρωπαϊκό, τόσο και οι ελπίδες και πεποιθήσεις τους, ακόμα και οι παραστάσεις τους, θα συγκλίνουν με την Ευρώπη. Οι περιοχές της χώρας που σήμερα, κοινωνικοοικονομικά, μοιάζουν περισσότερο με τη μέση Ευρώπη έχουν γυρίσει την πλάτη τους στην Κεντροαριστερά όμως, όπως εκπροσωπείται από αυτό το ΠΑΣΟΚ.
Η αλήθεια είναι ότι ένα σύγχρονο κεντρώο κόμμα χρειάζεται ιδέες και στελέχη που να ελκύουν τη δυτικοτραφή μέση τάξη, τους επιθυμούντες ευρωπαϊκή κανονικότητα με βλέψεις για προσωπική ανέλιξη. Σε αυτούς που θα ονομάζαμε ΑΜΕΣΑ (ακομμάτιστους, μορφωμένους, εργατικούς, σοβαρούς αστούς) όμως, μακράν τη μεγαλύτερη απήχηση έχει το στυλ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και πάλι βέβαια κάποιοι από αυτούς δυσκολεύονται να ψηφίσουν ένα κόμμα με συντηρητικές καταβολές.
Για να μπορέσει το ΠΑΣΟΚ (ή όποιο άλλο κόμμα πιάσει το Κέντρο) να προσελκύσει αυτούς τους ανθρώπους, εν μέρει απομακρυθέντες από την πολιτική, πρέπει να προσφέρει παλιού τύπου ευαισθησία και ενδιαφέρον για τους αδυνάμους, με σύγχρονα εργαλεία. Την αδιαμφισβήτητη αποτελεσματικότητα αυτής της ΝΔ, με ιδέες της πεφωτισμένης Αριστεράς.
Ενας τέτοιος συνδυασμός έχει προφανή χώρο στην πολιτική αλλά και διακριτό από τη ΝΔ, η οποία εκ φύσεως δυσκολεύεται να ασπαστεί κοινωνικά ευαίσθητες ιδέες. Στη βάση της κοσμοθεωρίας πολλών που αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί είναι η συντήρηση μιας βολικής κοινωνικής τάξης. Εργάζονται και ζουν, θα 'λεγες, για να παραγάγουν και να διατηρήσουν προνόμια για τα παιδιά τους. Θέλουν ελεύθερη αγορά, αλλά σε αυτή θέλουν σαφές προβάδισμα για τον γιο (κι όμως, συχνότερα απ' ό,τι για κόρες, παραμένουν παραδοσιακοί). Θέλουν κληρονομιά 800 χιλιάδων ευρώ να μην πληρώνει φόρο ούτε λεπτό, σε αντίθεση με αριστερές - φιλελεύθερες θεωρίες δικαιοσύνης α λα Ρωλς, αλλά ακόμα και τον Τόμας Τζέφερσον («η δύναμη να διαθέτεις τα κληροδοτήματα (στους επόμενους) αιωνίως είναι καταφανώς παράλογη» έγραφε). Θα 'λεγε κανείς ότι το κοινωνικό fair play δεν είναι βαθιά γραμμένο στης ΔΑΠ το DNA.
Η παλαιοριζοσπαστική Αριστερά αντιτάσσει συνθήματα «φάτε τους πλούσιους». Δεν είναι μόνο οικονομικώς αφελή, αλλά τρομάζουν βαθιά τη μέση τάξη που υπήρξε ρητά στόχος φοροεισπρακτικών επιδρομών επί δεκαετία.
Μια σύγχρονη κεντροαριστερή αντίληψη θα μιλούσε με πραγματισμό για ανάπτυξη και ισότητα ευκαιριών. Δηλαδή; Φιλικότητα στο επιχειρείν, αλλά ως μέσο για ευμαρή κοινωνία, όχι αυτοσκοπό (με αντίστοιχη φορολογική πολιτική υπέρ επενδύσεων, όχι πάντα των μετόχων). Σημαίνει σύγχρονες πόλεις με άψογες υποδομές, ώστε να μην είναι η μετακίνηση άθλημα για υγιείς νέους μόνο. Σημαίνει πραγματικά καλά δημόσια σχολεία, με υψηλότερους μισθούς για τους καλούς δασκάλους. Σημαίνει προφανώς καλά δημόσια πανεπιστήμια, και ξεχωριστά ιδρύματα για τους ξεχωριστούς φοιτητές. Γιατί ίσες ευκαιρίες δεν σημαίνει ίσα αποτελέσματα, σημαίνει ότι όποιος είναι ικανός και προσπαθεί αρκετά, πρέπει να έχει πρόσβαση σε σπουδές αντίστοιχες των πραγματικά καλών οπουδήποτε στον πλανήτη. Η πραγματιστική σύγχρονη Κεντροαριστερά θα στήριζε και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, στον βαθμό που αυξάνουν τις πιθανότητες των οικονομικά αδυνάμων να κάνουν καλές σπουδές (π.χ. αν δίνουν υποτροφίες).
Η ισότητα ευκαιριών συνεπάγεται και δυσάρεστες πολιτικές, όπως υπαρκτό φόρο κληρονομιάς, αυξημένα δημοτικά τέλη, και ένα γενικό αίτημα οι εύρωστοι να βάζουν το λιθαράκι τους για το κοινό καλό. Οχι ελεύθεροι επαγγελματίες που εργάζονται σε πανάκριβα ακίνητα, να 'χουν το θράσος να δηλώνουν 10.000 ευρώ εισόδημα. Για τους κεντρώους, ακόμα και τους ευμαρείς, η συνεισφορά στο κοινό καλό θεωρείται θεμιτή, φτάνει οι πόροι τους να μη σπαταλούνται από ένα ανίκανο και διεφθαρμένο κράτος.
Είναι τελικά κοινός τόπος για τους φίλους της δυτικού τύπου φιλελεύθερης δημοκρατίας ότι η χώρα χρειάζεται ισχυρή και ικανή αντιπολίτευση. Ο φυσικός χώρος της σήμερα βρίσκεται στο Κέντρο, στην ευρωπαϊκής κλάσης σοσιαλδημοκρατία. Το ΠΑΣΟΚ έχει χρέος να την προσφέρει, θα μπορέσει όμως;
Ο Σωτήρης Γεωργανάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο City University του Λονδίνου