Η πόλη να φοράει τα καλά της με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, ο καιρός ο γνωστός, γλυκός και ζεστός, γεμάτος υγρασία, του Σεπτεμβρίου της Θεσσαλονίκης. Πουκάμισα πεταγμένα, μπλουτζίν, ιδρώτας και υψηλή κινητικότητα. Οι δρόμοι γύρω από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών πήχτρα, ο κόσμος σεργιανάει, ο κόσμος μιλάει, ο κόσμος δηλώνει ότι υπάρχει. Ζει και αναπνέει, έχει άποψη, φωνή, πιστεύει πως έχει το δικαίωμα να κρίνει και να κατακρίνει τα πάντα.

Πριν καν προλάβω να γράψω

Στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, αργά, μετά τα μεσάνυχτα, τα φώτα σβήνουν. Μόλις έχει τελειώσει  η προβολή του «Νοκ  άουτ» του Παύλου Τάσιου. Νευρώδης και συμπαθής ταινία που της προέκυψε ένα ατυχές, γεμάτο συμβιβασμό και αμηχανία τέλος. Ο εξώστης αποδοκιμάζει εντονότατα.

Ο σκηνοθέτης, που έχει ήδη καταναλώσει πολύ ποτό, αντεπιτίθεται. Μεταξύ των άλλων φωνάζει: «Για όλα φταίει ο Δερμεντζόγλου, αυτός σας επηρεάζει». Είναι στο θεωρείο, είμαι σε άλλο θεωρείο, τον ακούω, βγαίνω στα γρήγορα και με κομψή ταχύτητα κατεβαίνω τις σκάλες. Με κάποια απόσταση με ακολουθεί με απειλές. Είμαι πια έξω. Εχω ξεπεράσει και το ΝΤΟΡΕ. Αυτός είναι και πάλι πίσω μου, με κυνηγάει αγριεμένος αλλά αυτή τη φορά έχει σπάσει ένα μπουκάλι μπίρας ως επιθετικό όπλο. Το ότι δεν με έφτασε ποτέ οφείλεται στον ανθρώπινο φραγμό που δημιούργησε το πλήθος. Το κωμικό σε όλη αυτή την ιστορία είναι πως δεν είχα γράψει ακόμα το παραμικρό για την ταινία.

Μια υγρή βραδιά του Σεπτέμβρη

Ζεστά, υγρά καλοκαιρινά βράδια γεμάτα πλήθος στη Θεσσαλονίκη. Φορτωμένα όμως με πολύ ποτό, αγριάδα, ναρκισσισμό, έπαρση  και επιθετικότητα. Τόσο μάταια, τόσο κατά βάθος κωμικά, τόσο κενά, τόσο ιδρωμένα. Σκηνοθεσία μιας κοινωνικής κινητικότητας, νοηματοδότηση της «κοσμικότητας» γύρω από το σινεμά, πληθωρικό διάλειμμα σε μέρες ανεργίας, απραξίας, παραγοντισμού. Μια κοινωνία αποχαυνωμένη και ναρκωμένη στην ευμάρειά της αδυνατούσε να παραγάγει έργο και επιγόνους, δημιουργούσε όμως ήρωες και αντιήρωες.