Πριν από αρκετά χρόνια διατύπωσα την άποψη ότι η λεγόμενη «κρίση» αποτελεί κατ’ ευφημισμόν περιγραφή όχι μιας παροδικής κατάστασης, αλλά μάλλον μιας εν εξελίξει μεταβατικής περιόδου. Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαίωσε περίτρανα ένας από τους δημοφιλέστερους τη χρονιά που μόλις έφυγε νεολογισμούς της αγγλικής γλώσσας: «permacrisis» («μόνιμη κρίση»). Με μεγαλύτερη ένταση η «κρίση» άρχισε να γίνεται ευρέως αισθητή δεκαπέντε χρόνια πριν, όταν τα δανειοδοτικά σκάνδαλα στις ΗΠΑ πυροδότησαν σειρά καταστροφικών οικονομικών εξελίξεων σε ολόκληρο τον λεγόμενο δυτικό κόσμο – και όχι μόνο. Οι απαρχές της, ωστόσο, ανάγονται, πιστεύω, ήδη στα συμβάντα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 και όσα επακολούθησαν. Πρόκειται για «κρίση» πρωτίστως πολιτισμική, κοινωνική και πολιτική. Δίδω έμφαση στον τριπλό αυτό χαρακτήρα της και όχι στις κατά κόρον σχολιαζόμενες οικονομικές της διαστάσεις, διότι φρονώ ότι αυτές είναι το αναμενόμενο επιφαινόμενο πολιτικών επιλογών και κοινωνικοπολιτισμικών εξελίξεων που έχουν εδραιώσει μια υπερβατική, τρόπον τινά, αυτονόμηση του οικονομικού πεδίου.

Το κενό που η άκρατη τεχνολογική εξέλιξη και η εκκοσμικευμένη υπερβατικότητα που τη συνοδεύει έχουν επιφέρει στη συμμετοχική και άμεση αλληλεπίδραση των ανθρώπων σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο έχει (κατά παράδοξο, φαινομενικά, τρόπο) οδηγήσει σε ένα φαινόμενο που έχω διαγνώσει και χαρακτηρίσει σε διάφορα γραπτά μου ως «νεομεσαιωνικό μετακαπιταλισμό». Η διοχέτευση της ανάγκης των ανθρώπων για υποκατάσταση/αναβίωση παραδοσιακών δομών και μηχανισμών συμμετοχικότητας και αλληλεπίδρασης σε μια σχεδόν παρανοϊκή προσήλωση στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και τον εθνικιστικό παροξυσμό σε διάφορες κοινωνίες ανά την υφήλιο, αποτελεί, ισχυρίζομαι, χαρακτηριστική έκφανση του νεομεσαιωνικού μετακαπιταλισμού. Η εικονική πραγματικότητα και η συναφής με αυτήν «υπερπραγματικότητα» (hyperreality) έχουν υποβάλει παραδοσιακά κριτήρια επιστημολογικής και οντολογικής αλήθειας και αυθεντικότητας σε ριζική αναθεώρηση. Οι εξελίξεις αυτές, μέσω πολύπλοκων διαδικασιών που εδώ δεν είναι ο χώρος να αναφέρω, έχουν διαμορφώσει έδαφος πρόσφορο σε όσους επιλέγουν να αναλάβουν «μεσσιανικούς» ρόλους στις χώρες τους, αλλά και σε ευρύτερες περιοχές. Το είδαμε αυτό να συμβαίνει στο υποτιθέμενο προπύργιο της «δυτικής» εκκοσμίκευσης, όπου ο πολιτικός μεσσιανισμός έφτασε το απόγειό του επί Τραμπ (βλ. τα άρθρα μου «Εικονική υπερβατικότητα: Το φάσμα του νεομεσαιωνισμού», «ΤΑ ΝΕΑ», 29/9/2020, και «ΗΠΑ και δημοκρατία: Ανατομία μιας μετάβασης», «ΤΑ ΝΕΑ», 9/1/2021).

Το 2022 ο νεομεσαιωνικός μεσσιανισμός πήρε διαστάσεις πρωτοφανείς, στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, στη Ρωσία του Πούτιν. Τον ακολουθεί κατά πόδας ο νεοχαλιφισμός των ηγετών της Τουρκίας. Τη χρονιά που πέρασε, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έφερε στο προσκήνιο κάποιες από τις πιο απειλητικές διαστάσεις του νεομεσαιωνισμού, κυρίως τη δημοκοπική επένδυση στον παρα-λογικό μεσσιανισμό και την αποκαλυπτική (< Αποκάλυψις) μανία που συνήθως τον συνοδεύει. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, ο πυρηνικός όλεθρος βρέθηκε στο επίκεντρο τόσο καθημερινών συζητήσεων όσο και στρατηγικών σχεδιασμών όχι ως μια ακραία πιθανότητα, αλλά ως άμεση απειλή.

Η «κρίση» έχει ήδη «ενηλικιωθεί», αλλά φαίνεται ότι οι πολιτικές ηγεσίες ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου, βεβαίως, και του δυτικού, συχνά παλιμπαιδίζουν, επιδιδόμενες σε παιχνίδια σχισμογενετικών αναμετρήσεων, κατά κανόνα ερήμην των λαών τους. Η «permacrisis» συνοδεύεται από μια εξίσου παρατεταμένη κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» (ένα είδος Ausnahmezustand) τόσο στις δημοκρατικές κοινωνίες, όσο (βεβαίως και αναμενόμενα) και αλλού. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι μία από τις πιο επικίνδυνες επιπτώσεις της εικοσάχρονης κρίσης – που κορυφώθηκε εν μέσω πανδημίας μέσα στο 2022 με τη βάναυση ρωσική εισβολή στην Ουκρανία – καθώς έχει δρομολογήσει ριζικές αλλαγές σε διάφορα επίπεδα, οι οποίες μπορούν να υπονομεύσουν στις δημοκρατικές κοινωνίες τα όποια κατάλοιπα συμμετοχικότητας των πολιτών στη λήψη πολιτικών αποφάσεων που τους αφορούν άμεσα (ούτε λόγος για τέτοια συμμετοχικότητα σε αυταρχικά καθεστώτα τύπου Ρωσίας και Τουρκίας ή Βόρειας Κορέας). Το τέλος της «permacrisis» δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί. Αυτό που μπορεί και επείγει, ωστόσο, να γίνει είναι οι πολιτικοί ηγέτες στις δημοκρατικές χώρες να διαγνώσουν εγκαίρως και ορθά τις διαστάσεις της και να τις αντιμετωπίσουν άμεσα. Δεν υπάρχουν περιθώρια να συνεχίζουν να νίπτουν τας χείρας τους.

Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητηìς Ελληνικωìν Σπουδωìν και Συγκριτικής Κριτικής Σκέψης και Γραμματολογίας, καìτοχος της Εδρας Γ. Σεφεìρη, επιστημονικοìς εταιìρος στο Κεìντρο Διεθνωìν Σχεìσεων Weatherhead, Πανεπιστηìμιο Χαìρβαρντ, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών