Ηταν Μάιος του 2013 όταν ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Βούτσης αποκαλούσε στη Βουλή «μπάτσους» τα σώματα ασφαλείας, αναφέροντας ότι δεν μπορεί να μην οπλοφορούν οι βουλευτές όταν «έχει όπλο ο τελευταίος μπάτσος, μπράβος και οτιδήποτε κυκλοφορεί στη χώρα…». Μία εβδομάδα αργότερα, ειδικοί φρουροί θα κατέθεταν μήνυση εναντίον του, η οποία υποθέτω είχε την τύχη που έχουν σχεδόν όλες οι μηνύσεις κατά βουλευτών που προστατεύονται από ασυλία. Μέσα στην εβδομάδα στην επικαιρότητα κυριάρχησε ο τραυματισμός του 16χρονου Ρομά από το όπλο αστυνομικού, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι κατά την καταδίωξη έριξε προειδοποιητική βολή στον αέρα, επειδή, όπως είπε στην κατάθεσή του, ο νεαρός Ρομά επιχείρησε τρεις φορές να πατήσει με το αγροτικό τη μηχανή των αστυνομικών της Ομάδας ΔΙΑΣ, που τον καταδίωκαν διότι λίγο νωρίτερα είχε κλέψει βενζινάδικο. Εναντίον του αστυνομικού ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος για απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο και εκτέλεση παράνομου πυροβολισμού. Διότι, σύμφωνα με τον νόμο, «όταν πρόκειται για αυτόφωρο έγκλημα πρέπει να αποφεύγεται η σύλληψη του δράστη, όταν αυτό είναι ασήμαντο πλημμέλημα και απειλείται από τη σύλληψη η διατάραξη της τάξης και η πρόκληση σοβαρότερων αξιόποινων πράξεων».

Για μία ακόμη φορά κάποιοι εργαλειοποίησαν το θλιβερό περιστατικό με θύμα ένα 16χρονο παιδί και το είδαν ως ευκαιρία για νέο διχασμό. Σε χρόνο μηδέν γράφτηκαν όλες οι «προοδευτικές» κοινοτοπίες της Μεταπολίτευσης, δημοσιολόγοι βγήκαν για να κάνουν περισπούδαστες αναλύσεις για μία δικογραφία που δεν είχαν διαβάσει μιλώντας για «φασίστες μπάτσους». Και κάπως έτσι, ουδείς… «μπάτσος» διανοήθηκε να καταστείλει όσα ακολούθησαν με Ρομά που «έκαψαν επιχειρήσεις», «έβαλαν φωτιά σε λεωφορείο του ΟΑΣΑ στη λεωφόρο Φυλής», «ξυλοκόπησαν εργαζομένους σε κατάστημα εστίασης επειδή τους είπαν ότι δεν έχουν τραπέζι», «πυροβόλησαν με κυνηγετική καραμπίνα εναντίον σώματος της ΟΠΚΕ τραυματίζοντας αστυνομικό, ο οποίος χειρουργήθηκε για να του αφαιρεθούν τα σκάγια κάτω από το μάτι», «πέταξαν πέτρες σε ασθενοφόρο στην Εθνική Αθηνών – Κορίνθου που μετέφερε διασωληνωμένο», «πυρπόλησαν κατάστημα με ελαστικά». Η αντίδραση της πολιτείας σε όλα αυτά ήταν να στείλει μήνυμα από το 112 να προσέχουν οι πολίτες από τις αναθυμιάσεις που προκάλεσε η πυρπόληση του καταστήματος ελαστικών. Γιατί κάπως έτσι πάνε τα πράγματα όταν όλα εξαρχής γίνονται λάθος. Οταν συζητάμε, όχι για να δώσουμε απάντηση ως κοινωνία σε υπαρκτά προβλήματα, αλλά για να χωριστούμε σε στρατόπεδα και να ξαναπαίξουμε το ίδιο έργο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όσο αντιμετωπίζονται ως μπάτσοι, θα συμπεριφέρονται ανάλογα. Οσο εξισώνονται από βουλευτές με μπράβους ή θεωρείται πράξη επαναστατικότητας η ρίψη μολότοφ σε αστυνομικά τμήματα. Οσο δεν λέμε εμφατικά ότι είναι όργανα του κράτους, διότι από αυτήν ακριβώς την παραδοχή κατοχυρώνονται και οι υποχρεώσεις τους.

Κι ας έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού ότι ο αφ’ υψηλού λόγος απέναντι σε πραγματικά προβλήματα κάποιες φορές σπρώχνει την κοινωνία στα άκρα. Είναι εύκολο να αρθρογραφείς από τον καναπέ με περίτεχνες φράσεις για τη «ματαίωση του ρόλου του αστυνομικού που θα έπρεπε να εμπνέει σεβασμό κι όχι τον φόβο του απρόβλεπτου», αλλά όταν ζεις σε γειτονιά με εγκληματικότητα, όταν μένεις σε φοιτητική εστία που έχει μετατραπεί σε γιάφκα και φοβάσαι να γυρίσεις το βράδυ, όταν σου πυρπολούν το μαγαζί σε επεισόδια και βλέπεις μία αστυνομία αφοπλισμένη, στρέφεσαι εναντίον αυτών που την αφόπλισαν και αναζητάς στέγη στα άκρα. Και εκεί ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Για την ίδια τη δημοκρατία.