Γεννήθηκαν μετά το 2000. Δεν έχουν ακούσει τι συνέβη στην πλατεία Τιενανμέν, ούτε από τους δασκάλους τους ούτε από τους γονείς τους. Εχουν συνηθίσει τους περιορισμούς στην έκφρασή τους, δεν αντέχουν όμως άλλο τους περιορισμούς στις κινήσεις τους. Στην αρχή φώναξαν: «Ξεκλειδώστε την Κίνα!». Υστερα πήραν θάρρος: «Ελευθερία!». Και μετά, το ανήκουστο: «Σι, παραιτήσου!». Εκπληκτοι, είδαν τους αστυνομικούς να τους επιτίθενται, να τους χτυπούν, να τους συλλαμβάνουν, να τους πηγαίνουν στο τμήμα. Τι συνέβη; Τι έκαναν;

Είναι η «Γενιά Ζ» της Κίνας και έχουν άγνοια κινδύνου. Είναι πατριώτες, αγαπούν δηλαδή τη χώρα τους κι είναι υπερήφανοι για τις επιτυχίες της, είναι όμως ταυτόχρονα και φιλελεύθεροι, θέλουν να παρακολουθούν αγώνες του ΝΒΑ και τις ξένες ταινίες που τους αρέσουν. Με άλλα λόγια αμφισβητούν, χωρίς να το συνειδητοποιούν, τον «μαρξισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά». Δεν απειλούν ακριβώς το καθεστώς: ακόμη κι αυτές οι διαδηλώσεις με τις λευκές κόλλες χαρτί μάλλον συμβολικό χαρακτήρα έχουν. Στέλνουν όμως ένα μήνυμα. Και μπορεί να αναγκάσουν τον πρόεδρο Σι να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο διοικεί τη χώρα.

Ετσι συμβαίνει με τα απολυταρχικά καθεστώτα: κάποια στιγμή έρχονται αντιμέτωπα με τα αδιέξοδά τους. Το Πεκίνο, η Μόσχα, η Τεχεράνη προέβαλλαν μέχρι πρόσφατα στους πολίτες τους την αποτελεσματικότητα και τη σταθερότητά τους, ως αντίδοτο στην «αταξία» και την «παρακμή» της Δύσης. Και ξαφνικά αποκαλύπτεται ότι ο αυτοκράτορας είναι γυμνός. Οι Ρώσοι άκουγαν ότι θα καταλάβουν την Ουκρανία σε δύο εβδομάδες και βλέπουν να έρχονται πίσω φέρετρα. Οι Κινέζοι άκουγαν ότι το πολιτικό τους σύστημα είναι ανώτερο απ’ όλα και βλέπουν να καίγονται άνθρωποι ζωντανοί σε ένα οικιστικό συγκρότημα επειδή δεν μπορούσαν να σπάσουν την καραντίνα. Οι Ιρανοί άκουγαν ότι οι μουλάδες εγγυώνται την εθνική τους υπερηφάνεια και βλέπουν μια γυναίκα να ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου επειδή είχε ξεφύγει λίγο η μαντίλα της.

Τα αντι-πρότυπα κατέρρευσαν. Η Ιστορία μπορεί να μην τελείωσε το 1989, η δημοκρατία μπορεί να μην έχει νικήσει, αλλά ο Τσόρτσιλ είχε δίκιο: είναι η χειρότερη μορφή διακυβέρνησης με εξαίρεση όλες τις άλλες.