Το επόμενο Σάββατο και την Κυριακή (καθώς προστέθηκε δεύτερη παράσταση) θα ανεβεί στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών για τη συναυλία με τίτλο «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη». Το πρόγραμμα είχε πρωτοπαρουσιαστεί στις παλιές φυλακές του Γεντί Κουλέ, στο Φεστιβάλ Επταπυργίου Θεσσαλονίκης τον περασμένο Ιούνιο, σε μια παραγωγή του Κέντρου Πολιτισμού Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης και τη Μεικτή Χορωδία Θεσσαλονίκης.

Παρουσιάζεται πλέον σε αναθεωρημένη εκδοχή με τη Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, σε διεύθυνση Μίλτου Λογιάδη, και τη Χορωδία του Δήμου Αθηναίων, σε διεύθυνση Σταύρου Μπερή. Οπως σημειώνει ο Δ. Σαββόπουλος: «Το πρόγραμμα στηρίζεται στην ιδέα που είχαν δύο από τους σημαντικότερους συνθέτες και ενορχηστρωτές μας της νεότερης γενιάς: ο Αντώνης Σουσάμογλου και ο Λάζαρος Τσαβδαρίδης, οι οποίοι είχαν την όρεξη να ανασυνθέσουν τρόπον τινά και να μεταγράψουν σε συμφωνική μορφή τις μουσικές από γνωστά τραγούδια μου». Μαζί του θα τραγουδήσουν οι Φώτης Σιώτας και Κατερίνα Πολέμη. Είναι, εκτός άλλων, μια αναδρομή, στην πρώτη περίοδο του Δ. Σαββόπουλου. Σε μια ολόκληρη εποχή, την οποία ανασυστήνουν στις επόμενες σελίδες οι παλιοί και νεότεροι φίλοι του ειδικά για τα «Πρόσωπα»

Κι αν ξεκινούσαμε κάπως ανορθόδοξα; Ποια ερώτηση δεν σας κάναμε ποτέ για την τέχνη σας που θέλατε να απαντήσετε;

Δεν με ρωτήσατε ποτέ πώς τα κατάφερα πενήντα χρόνια με τη… μαγαζίλα και τους ανθρώπους της νύχτας. Οι μαγαζάτορες, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ήταν μανάβηδες, εργολάβοι, κάτι θηριώδεις προσωπικότητες, εντελώς άσχετοι. Τώρα πια, μπορεί οι δουλειές μου σαν τον «Μπάλλο», τη «Ρεζέρβα», τους «Αχαρνής» να θεωρούνται εμβληματικές, αλλά έχουμε ξεχάσει μέσα σε τι συνθήκες στήθηκαν αυτά τα έργα. Τους παρκαδόρους, το στριμωξίδι, τον καπνό. Τα πρώτα είκοσι χρόνια ούτε ηχητικά μηχανήματα της προκοπής δεν είχαμε.

Σας ρωτώ λοιπόν: πώς τα καταφέρατε;

Τα κατάφερα με ελιγμούς, υποχωρήσεις, βάζοντας νερό στο κρασί μου. Πρέπει να μπορείς να χάνεις λίγο απ’ το δίκιο σου αν θέλεις να φτάσεις κάπου. Αν δεν μπορείς, δεν γίνεται ούτε τέχνη ούτε κυβέρνηση ούτε δημοκρατία ούτε καν ανθρώπινη σχέση. Το ήξερα αυτό από μικρός, από την εποχή του «Φορτηγού».

Επιστροφή στην εποχή του «Φορτηγού», λοιπόν. Δεν φοβάστε τη νοσταλγία;

Οχι, γιατί η δική μου νοσταλγία δεν είναι ρομαντικής φύσεως. Ανακαλώ π.χ. μια ιστορία από την παιδική μου ηλικία των τριών – τεσσάρων ετών και τότε η μνήμη μου παίρνει φόρα και κατευθύνεται σε κάτι που υπάρχει πολύ πριν από την ιστορία και αυτό το κάτι έρχεται τώρα και τη φωτίζει. Καταγόμαστε από τόπους φωτός και εκεί οδεύουμε.

(Από συνέντευξη στον Δ. Δουλγερίδη για το πρόγραμμα που παρουσίαζε στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων με τραγούδια της πρώτης περιόδου, «ΤΑ ΝΕΑ», 12 Οκτωβρίου 2015)

«Άλλοι πέφτανε στην ντρόγκα, άλλοι τρέχανε στα οδοφράγματα, άλλοι στους γκουρού κι άλλοι στον Μάο. Τι πολιτική να βγει από τέτοια ασυναρτησία; Το πολιτιστικό προϊόν όμως που γέννησε εκείνη η λαχτάρα – έργα, θέατρο, μουσική κ.λπ. – απεδείχθη πανίσχυρο. Τρώμε ακόμα εξ αυτού. Φαίνεται πως ό,τι φαντάσματα και να κατασκεύασε το μυαλό μας εκείνα τα χρόνια στη δεκαετία του ‘60, η καρδιά είπε πάλι την αλήθεια με τη δική της προαιώνια παιδεία και στο Woodstock και εδώ».

(Συνέντευξη στα «ΝΕΑ», 23 Αυγούστου 2020)

«Είναι η μουσική ιδιοφυΐα του Μάνου Χατζιδάκι που μ’ έκανε να διαλέξω τον προσωπικό δρόμο και με βοήθησε να δω με καινούρια ματιά μια παράδοση αιώνων ελληνικής τραγουδοποιίας – από τα σωσμένα εκείνα μουσικά αποσπάσματα της αρχαιότητας μέχρι τα 9/8 του Τσιτσάνη. Αλλά είναι κι ένας άλλος, ένας Θεσσαλονικιός ποιητής, που χωρίς να το ξέρει, έγινε κι αυτός δάσκαλός μου… Ο ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου. Η χαμηλόφωνη και παθιασμένη ποίηση του Αλέξη στην εφηβεία μου και ο κύκλος της Διαγωνίου λίγο αργότερα, μου έμαθαν να διαβάζω Γιώργο Βαφόπουλο, Γιώργο Θέμελη, Ν. Γ. Πεντζίκη, Ζωή Καρέλλη, Μανόλη Αναγνωστάκη, Ντίνο Χριστιανόπουλο, Γιώργο Ιωάννου και γενικά όλους εκείνους τους λογοτέχνες που αποτελούν τη λεγόμενη Σχολή της Θεσσαλονίκης, της οποίας θα ήθελα να λογαριάζομαι κι εγώ μαθητής. Θέλω να ανήκω σ’ αυτή την Σχολή, όπου το περιεχόμενο είναι πάντα βιωματικό και ο τόνος πάντα εξομολογητικός. Αν το θέμα είναι σπουδαίο ή ταπεινό, γι’ αυτή τη Σχολή, δεν έχει σημασία. Ο Βαφόπουλος έλεγε “βάλτε στη μια μεριά της ζυγαριάς όλο το Αιγαίο, τον ήλιο και τα νησιά, εγώ θα τοποθετήσω στην άλλη, ένα μικρό αντικείμενο νοσοκομείου”. Αυτή η Σχολή, ακόμη και όταν μιλάει για πολιτική, το κάνει απ’ τη μεριά της ήττας και όχι απ’ τη μεριά του έπους».

(Από την αντιφώνηση – ομιλία κατά την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 24 Νοεμβρίου 2017)

Αυτοί, του ’60 οι εκδρομείς

Φίλοι και συνοδοιπόροι της δικής του Ή της μετα-γενέστερης γενιάς, πρόσωπα που συνδέθηκαν

με την πορεία του τραγουδοποιού, θυμούνται πού πρωτάκουσαν

το όνομά του, πότε συναντήθηκαν μαζί του και ποιο τραγούδι σφραγίζει

τη συναισθη-ματική γεωγραφία μιας ολόκληρης εποχής

«Το «Φορτηγό» του στην κιθάρα μου»

της Δήμητρας Γαλάνη

ερμηνεύτρια

Η πρώτη ανάμνηση από τον Διονύση μόνο ανεξίτηλη μπορεί να είναι και να διαρκεί επί δεκαετίες. Οταν σκάει το όνομά του στην «αγορά», εγώ είμαι έφηβη: φανταστείτε, λοιπόν, ένα κορίτσι πάνω -κάτω 13 χρονών να βγάζει τραγούδια στο δωμάτιο με την κιθάρα. Ακούω τα πρώτα κομμάτια στο ραδιόφωνο και παθιάζομαι, γιατί γίνονται ένα με τα πνεύματα της εποχής μας: Ντίλαν, Τζόαν Μπαέζ και τους άλλους μεγάλους. Ε, με εκείνη την κιθάρα παίζω πλέον με λύσσα τα κομμάτια του «Φορτηγού». Από εκεί και πέρα κάθε φορά που έβγαζε δισκάκι ο Διονύσης τρέχαμε να το αγοράσουμε. Γιατί από τότε «ρεπορτάρει» όλη την εποχή μας με τρόπο αξεπέραστο. Με τρόπο που τον τοποθετεί στην κορυφή και – θέλω να το πω – υπεράνω κριτικής. Ειδικά σήμερα που οι πάντες κρίνονται από τη μετριότητα.

Θα πω κι ένα ανέκδοτο: κολλητή φίλη της μάνας μου ήταν η μητέρα της Ασπας. Οταν έρχονταν σπίτι μας, εγώ τις «ζάλιζα» με την κιθάρα – φυσικά και με τραγούδια του νεοεισερχόμενου Σαββόπουλου. Οπότε η αντίδραση της Ασπας ήταν κάποια στιγμή: «Παίξε και κανέναν ξένο. Ολο αυτά του Σαββόπουλου τραγουδάς».

g

«Σ’ ένα μαγέρικο στην Κάνιγγος»

του Σπύρου Λυκούδη

πολιτικός

Συνάντησα πρώτη φορά τον Διονύση το μακρινό ’63 – ’64. Ημουν πρωτοετής στη Νομική Σχολή, όταν πολύ νέος και αυτός, φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, κατέβηκε στην Αθήνα με την κιθάρα του και τα όνειρά του σε μια περίοδο ταραγμένη, αφήνοντας μια πόλη πληγωμένη από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και φτάνοντας στην πρωτεύουσα με τους φοιτητές στους δρόμους για δημοκρατικές ελευθερίες και καλύτερες σπουδές. Σ’ ένα μαγέρικο στην Κάνιγγος μια φοιτητοπαρέα πρωτακούσαμε ένα βράδυ τη «Συννεφούλα» και το «Ηλιε αρχηγέ» και παρακολουθήσαμε από κοντά όλα τα κατοπινά χρόνια τη μεγάλη δημιουργική διαδρομή του, από τη ζωντανή Πλάκα των μπουάτ εκείνης της εποχής μέχρι τις μέρες μας. Μια διαδρομή με πολλές περιπέτειες, αλλά και μεγάλες στιγμές.

Ο Διονύσης, άλλοτε τρυφερός και ρομαντικός, άλλοτε εκρηκτικός και ανατρεπτικός, πηγαίος πάντα, ήταν για εμάς τους εκδρομείς του ’60 ο «δικός μας» άνθρωπος που με τον έξοχο ποιητικό του λόγο και με τις μουσικές του έγραψε και τραγούδησε με μοναδικό τρόπο ολόκληρες εποχές. Και όταν σήμερα πλανιόμαστε στις διαψεύσεις μας, υπάρχει πάντα να μας θυμίζει τις μέρες τις παλιές, ο μέγας στίχος στο σπάραγμά του για τη Σούλα και τον Δεσποτίδη «ήμουν μαζί τους στην άλλη Αριστερά, αυτή που είδε τον κόσμο σαν έργο Τέχνης».

g

«Στον τέταρτο όροφο της Φοιτητικής Λέσχης»

Της Μάρως Δούκα

συγγραφέας

Χειμώνας του 1967. Είχα ένα μικρό πικάπ, δώρο του ναυτικού αδελφού μου με δυο δίσκους του Θεοδωράκη. Ενα μεσημέρι ανέβηκα στον τέταρτο όροφο της Φοιτητικής Λέσχης στην Ιπποκράτους. Τι ήταν αυτό που άκουγαν; Κάτι που ήθελα να το σφυρίξω, να το τραγουδήσω κι ας μην είχα φωνή. Ρώτησα και μου είπαν ότι είναι το «Φορτηγό» του Σαββόπουλου, πρώτη φορά το ακούς; Οταν τέλειωσε ο δίσκος, παρακάλεσα να τον ξαναβάλουμε. Καλά, με ειρωνεύτηκε κάποιος, σου αρέσει αυτό το πράμα; Πολύ, είπα ξαναμμένη… σαν να ανοίγει δρόμο δικό του αυτός ο τροβαδούρος. Κάποιοι γέλασαν με το «τροβαδούρος», κάποιοι με κοίταξαν σοβαρά. Ξανάβαλαν τον δίσκο. Μ’ είχε συγκινήσει έως δακρύων το «Μη μιλάς άλλο για αγάπη». Επειτα από έναν μήνα, με τις οικονομίες μου, αγόρασα τον δίσκο.

Ανοιξη του 1967. Στο «Κεντρικό» θα πρέπει να ήταν. Φίσκα το θέατρο. Εγώ και η παρέα μου οκλαδόν μπροστά στη σκηνή. Φαραντούρη, Λοΐζος, Σαββόπουλος. Τα «Νέγρικα» του Λοΐζου, η «Ρωμιοσύνη», ο «Επιτάφιος». Σαν ανοιξιάτικη γιορτή στη μνήμη του Λαμπράκη. Ενθουσιασμός, συγκίνηση. Είναι ωραίο να χάνεται η παρατονία σου μες στις φωνές των άλλων. Τα «Νέγρικα» σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη μού άρεσαν πολύ. Κι έπειτα, εκεί προς το τέλος της βραδιάς, άρπαξε σχεδόν το μικρόφωνο ο Σαββόπουλος, δεν θυμάμαι ακριβώς πώς το είπε, χαράχτηκε όμως μέσα μου. Ευχή του, λέει, να μη μετατρέψουμε τούτη τη γιορτή σε «πασχαλινό φαγοπότι». Μέρες σκεφτόμουν το νόημα της ευχής του. Επειτα ήρθε η 21η Απριλίου.

Αύγουστος του 1967. Στην οδό Μπουμπουλίνας στη Γενική Ασφάλεια. Ολοι μαζί στην «Πηγάδα». Τη νύχτα οι γυναίκες στο πλυσταριό, οι άντρες στην καταπακτή. Ηταν και ο Σαββόπουλος με την αετίσια μύτη, χωρίς γυαλιά, έβλεπε και δεν έβλεπε γύρω του. Θυμάμαι την ωραία ξανθιά, αυτή που θα γινόταν η Ασπα, να έρχεται και να στέκεται στην καγκελόπορτα πάντα μ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι. Χαιρόταν ο Νιόνιος, μόλις που τη διέκρινε. «Φέρε του, κοπέλα μου, και κάνα γαλακτομπούρεκο, καμιά τυρόπιττα, τι να το κάνει το τριαντάφυλλο;» της είπε μια φορά ο φύλακας. Στο επόμενο επισκεπτήριο ήρθε μ’ ένα ταψί μπακλαβά.

g

«Μια βαθιά, βραχνή φωνή στο πικάπ»

Της Χαράς Λουκάκου

δημοσιογράφος

Θα ήμουν 15 χρονών, όταν μπαίνοντας απ’ το σχολείο σπίτι βλέπω τη μητέρα μου δίπλα στο πικάπ να μου κάνει νόημα να σωπάσω. Βάζει τη βελόνα πάνω σ’ ένα 45άρι και… «μία η άνοιξη, ένα το σύννεφο, χρυσή βροχή, βροχή που χόρευε σε κάμπο ώριμο ως το πρωί…». και το σπίτι αρχίζει να γεμίζει με πρωτόγνωρες μελωδίες και μια βαθιά, βραχνή φωνή. Και έτσι μαγεμένη χωρίς ακόμα να το συνειδητοποιώ έρχομαι πρώτη φορά σε επαφή με τον μεγάλο ποιητή της δικιάς μου γενιάς.

Γιατί ποιητής είναι αυτός που πολλές δεκαετίες πριν, όταν όλα μοιάζαν ίσια μοιρασμένα και ήσυχα, αυτός είπε: «βλέπω πυρκαγιές πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς», «όταν ο κόσμος μας θα καίγεται, όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται, εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω τις μέρες τις παλιές». Γιατί ποιητής είναι αυτός που όταν κανείς δεν φανταζόταν παιδάκια ασυνόδευτα να πνίγονται στις θάλασσες της Μεσογείου αυτός πρώτος μίλησε για «τα παιδιά που χάθηκαν στο στοιχειωμένο δάσος και σε καράβια του πελάγους με λαθρεμπόρους πειρατές».

Αλλά κυρίως ποιητής της δικιάς μου γενιάς είναι αυτός που ήξερε ότι το μυαλό μας «έχει όρια και μια ελευθερία ζόρικια». Κι όταν μας βρήκε «στην άλλη Αριστερά» να πιστεύουμε σε μια «πίστη υπόγεια (Πίστη σε τι; Δεν βρίσκω λόγια») μας ψιθύριζε ότι «το κόμμα μάς τραβά απ’ το μανίκι» και μας «ξεγύμωσε» αφού ήξερε ότι βαθιά μέσα μας ποθούσαμε «τον κόσμο σαν αχόρταγο παιδί, και ότι κάθε του αναγνώριση για μας ήταν γιορτή»

Ολα τα ‘ξερε, όλα τα σκάλιζε, χωρίς να μας χαριστεί, ο ποιητής μας όταν μας τραγουδούσε: «Εμείς μιας δίψυχης ωδής, με συμπεριφορές ανατροπής, και της βαθιάς μας ζωής της συντηρητικής, εμείς οι εκκρεμείς».

Πότε τον πρωτογνώρισα δεν θυμάμαι κι ούτε έχει σημασία. Σημασία έχει ότι ό,τι πίστευα γι’ αυτόν πριν τον γνωρίσω το είδα κει μπροστά μου… με σάρκα και οστά!!! Σε τίποτα δεν άλλαξε η γνώμη μου για τον μεγάλο Ποιητή.

Κι έτσι τώρα, δεκαετίες πολλές μετά την πρώτη γνωριμία, τώρα που «μεγαλώνουμε κι όμορφα παλιώνουμε», σκέφτομαι ότι αν ο Μπομπ Ντίλαν κέρδισε δίκαια ένα Νομπέλ Λογοτεχνίας για δέκα – είκοσι στίχους, ο δικός μου Ποιητής πρέπει δίκαια να το κερδίσει για όλο το έργο του! Εγώ τουλάχιστον το περιμένω!

«Τόνοι νότες σε νταλίκα»

Του Κώστα Μητρόπουλου

σκιτσογράφος «ΝΕΩΝ»

Ο καλύτερος χαλβάς που έφαγα στη ζωή μου ήταν αυτός της θείας Μάρως. Αξέχαστος από το 1969! Χιλιάδες φορές προσπάθησα να τον χτυπήσω με μπουγάτσες, με καταΐφια, με σάμαλι δουλεμένα από μαστόρια (με πεντάστερα Μισελέν), αλλά στάθηκε αδύνατο. Αυτός ο ποιητής και μουσικός είναι ένας τύπος που πραγματικά σέβομαι (επαναλαμβάνω μια κουβέντα που είπε ο Ρονάλντο για τον Μέσι). Για τον αέρινο, τον μεγαλοφυή τρόπο που μαρκάρει τις μελωδίες και στην έκθαμβη ιαχή που ακολουθεί. Μιλάμε για έναν εντυπωσιακό Διονύση που μπορεί να ξεσηκώσει μια πλατεία ανθρώπων και να την κάνει να χαίρεται και να τραγουδάει. Είναι για μένα κάτι το μαγικό και το σπάνιο, τέτοιο ταλέντο. Από τότε που υπάρχουμε, εδώ και 200 χρόνια, δεν μπορείς να ονοματίσεις παραπάνω από δέκα. Πώς βρέθηκε αυτός εδώ; Με ένα φορτηγό, λένε, από τη Θεσσαλονίκη. Τόσοι τόνοι νότες σ’ ένα φορτηγό; Οχι, ρε παιδιά. Νταλίκα ήταν. Τριαξονική με ρεμούλκα και κοντέινερ, που ακόμα την ξεφορτώνουν και δεν λέει να αδειάσει. Εχουμε μπλέξει μ’ αυτόν τον ευθυτενή με το μουστακάκι, το καραφλάκι και το γενάκι. Τον έχω ικανό για όλα. Να ξαναπάρει, ας πούμε, μια νταλίκα, να τη φορτώσει επιτυχίες και να φύγει για Θεσσαλονίκη τώρα, ε;

«Μια παρέα ανθρώπων που ήθελαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο»

του Χρήστου Λεοντή

συνθέτης

Το 1963, ύστερα από τη γνωριμία μου με τον Μίκη Θεοδωράκη, αναζητούσα τρόπο για να παρουσιάσω τη μουσική μου σε συναυλία. Το Εθνικό Θέατρο είχε αναθέσει στον Μίκη να γράψει τη μουσική για τις «Φοίνισσες» που θα ανέβαζε το καλοκαίρι ο Μινωτής, και δεν του έμενε χρόνος. Βοηθώντας με να βρω μια χορωδία με έστειλε στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής, ο οποίος είχε δημιουργηθεί από ανθρώπους που ήθελαν να φέρουν το καινούργιο στη μουσική και, φυσικά, να στηρίξουν τον Μίκη. Εκεί, στην οδό Σόλωνος 115, συνάντησα για πρώτη φορά τον Μάνο Λοΐζο, αλλά και ανάμεσα στα παιδιά που θα συμμετείχαν στη χορωδία τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Νότη Μαυρουδή, τη Μαρία Φαραντούρη, τη Μάρω Λήμνου. Μαζί μας έρχονταν και ο Μάνος Ελευθερίου με τον Φώντα Λάδη. Τη συναυλία την κάναμε τελικά μαζί με τον Λοΐζο, στις 11 Μαρτίου 1963 στο θέατρο «Ακροπόλ» κι έκτοτε γίναμε αχώριστοι. Εκεί, λοιπόν, συνάντησα τον Διονύση: σε μια παρέα ανθρώπων που αγαπούσαν τη μουσική και ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο.

g

«Στα εγκαίνια μιας έκθεσης το 1963»

Της Νανώς Χατζηδάκη

τ. καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Ο φίλος μου Αλκης Σαχίνης (1944 – 1973), «ο Αλκης ο μικρός μας», υπερευφυής, υπερευαίσθητος με γνώσεις και επιδόσεις εξαιρετικές σε όλα, όταν εγκαταστάθηκε, πρωτοετής φοιτητής, στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης το 1962, μου μίλησε πρώτος για τον Διονύση, έναν φίλο του ξεχωριστό, που τον νοιαζόταν πολύ! Ηταν τα χρόνια που γεννιόταν το φοιτητικό κίνημα του «114» και ο Σπουδαστικός Κόσμος, ενώ στην Αθήνα η Πανσπουδαστική πλησίστια έδειχνε νέους δρόμους σκέψης στην ανήσυχη νεολαία. Συναντηθήκαμε γνωρίζοντας ήδη ο ένας για τον άλλον, στα εγκαίνια μιας έκθεσης στην Αθήνα το 1963 και από τότε πήγαινα με φίλους να τον ακούσω όπου τραγουδούσε. Μάλιστα, μαζί με τον Στέλιο Ράμφο πήγαμε στην υπόγεια «Ρουλόττα», όπου τον άκουσε για πρώτη φορά. Ενα καλοκαιρινό βραδάκι, μετά τα Ιουλιανά, ο Διονύσης ήρθε μαζί με τον Αλκη και την Ελλη στο σπίτι μας στο μουσείο (Μπενάκη), φέρνοντας μαζί του ένα όμορφο και τόσο σιωπηλό κορίτσι, την Ασπούλα. Τότε, στο ταρατσάκι του Αλέξη (του αδελφού μου), μας τραγούδησε με οίστρο και σε κλίμα σχεδόν συνωμοτικό – γιατί ήδη η λογοκρισία τού έκοβε στίχους- τα τραγούδια που μόλις είχε φτιάξει και δεν ήξερε πια τι να κάνει. Κατέληξε με τη «Σημαία από νάυλον»! Ηταν μια σπουδαία βραδιά!

Με τον Διονύση κερδίσαμε από το ’62 έως τη μαύρη χούντα του ’67 το πολύτιμο «εμείς». Και από τότε, χωρίς να συνεχίσουμε να κάνουμε παρέα συστηματικά, «τα πόδια μας μπλέκονταν στα νήματα που δένουν τις καρδιές μας».

Αργότερα, θα ήταν λίγες εβδομάδες μετά την 21η Απριλίου, συναντηθήκαμε τυχαία στη Δεξαμενή, και αλαφιασμένος γιατί μόλις είχε βγει, μου λέει την περιπέτειά του στην Μπουμπουλίνας, συμπληρώνοντας μέσα από τα δόντια και μ’ ένα μειδίαμα… «καταλαβαίνεις; Χατζιδάκια μ’ Θοδωράκια μ’ εσείς τρώτε και πίνετε και μένα με τρώει η μαύρη αρκούδα!!!!».

* Ο Αλκης Σαχίνης ήταν ο φωτογράφος του Σαββόπουλου στο εξώφυλλο του πρώτου του μικρού δίσκου (1965) καθώς και του δίσκου «Βρώμικο ψωμί» (1972). Εφυγε το 1973 «πού ακούστηκε ο Αλκης να πεθαίνει!» από ένα είδος καρκίνου, που τον βασάνιζε από παιδί.

g

«Στην μπουάτ «Ρουλόττα», στην οδό Βουλής»

Του Πάνου Λουκάκου

δημοσιογράφος

Είδα και άκουσα για πρώτη φορά τον Διονύση, μαθητής τότε, λίγο πριν τη δικτατορία στην μπουάτ «Ρουλόττα», στην οδό Βουλής. Ενα μικρό ημιυπόγειο με καμιά πενηνταριά καρεκλάκια στριμωγμένα και ο Διονύσης με την κιθάρα του να τραγουδάει και να αυτοσχεδιάζει καθισμένος σε ένα σκαμπό. Μαζί του ήταν και η Καίτη Χωματά. Ηταν από τότε φανερό, από τα πρώτα του βήματα στην Αθήνα, ότι ο άνθρωπος αυτός είχε ένα μοναδικό ταλέντο και θα έλεγε και θα έκανε στο μέλλον σημαντικά πράγματα, όπως και έγινε.

Χρόνια αργότερα, δεν θα ξεχάσω τον Διονύση, στο «Ζουμ» στην Πλάκα, όταν είχε ακραία στοχοποιηθεί από τον Κουρή και τους Αυριανιστές για τους «Κωλοέλληνες», να μη φοβάται να πει με το όνομά τους και να τραγουδήσει αυτά που πίστευε και πιστεύαμε.

Συναντηθήκαμε ξανά τον Ιανουάριο του 2003 όταν είχα αναλάβει αντιδήμαρχος Αθηναίων για τον Πολιτισμό και πρόεδρος του Πολιτισμικού Οργανισμού της Αθήνας και της Τεχνόπολης. Μέσα σε λίγες εβδομάδες έπρεπε από το πουθενά να οργανωθούν οι εκδηλώσεις της Αποκριάς. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να καλέσω τον Διονύση στο σπίτι μου και να τον παρακαλέσω να αναλάβει το όλο εγχείρημα.

Ηλθε με την Ασπα, μου απέκλεισε το ενδεχόμενο να αναλάβει να οργανώσει τους εορτασμούς, καθώς, όπως μου είπε, ήταν ήδη φορτωμένος με πολλές δουλειές, πολλές έννοιες και δεν είχε χρόνο να διαθέσει. Αλλά καθώς περνούσε η βραδιά άρχισε να γεννάει ιδέες. Τον ακούγαμε άφωνοι, χωρίς να διακόπτουμε. Και όσο μίλαγε τόσο γέμιζε ο χώρος με χρώματα, με προτάσεις, με περιγραφές. Ηταν σαν να βλέπαμε αυτή την Αποκριά μέσα σε ένα δωμάτιο. Οταν τελείωσε, ζώντας και ο ίδιος συνεπαρμένος την αφήγησή του, δεν έφερε άλλες αντιρρήσεις για να αναλάβει και ξεκινήσαμε.

Το τελικό αποτέλεσμα ήταν απίστευτο: οργάνωσε, σκηνοθέτησε και εκτέλεσε πανταχού παρών και πρωταγωνιστής και ο ίδιος ένα μοναδικό πανηγύρι, γεμίζοντας την πόλη με τις εμπνεύσεις του. Μπήκε με τη Δόμνα Σαμίου με κλαρίνα, βιολιά και χορωδίες και τραγούδησαν τολμηρά αποκριάτικα τραγούδια στη Βαρβάκειο Αγορά, έστησε στην Πλατεία Συντάγματος έναν τεράστιο μπερντέ του Καραγκιόζη και από πίσω έπαιξε ο ίδιος μαζί με τον Ευγένιο Σπαθάρη, οργάνωσε συναυλίες του Λουκιανού Κηλαηδόνη, του Φοίβου Δεληβοριά, της Πόλυς Πάνου και πολλών άλλων σε διάφορες πλατείες, σήκωσε στη Διονυσίου Αεροπαγίτου ένα αερόστατο, έπαιξε τους «Αχαρνής» του μεταξύ της Στοάς του Αττάλου και του Θησείου, έφερε κινέζους καλλιτέχνες του Χαρταετού που έκαναν στον αέρα μάχες δρακόντων. Και εν μέσω όλων αυτών έβαλε χορωδίες, μαντολινάτες, τραγουδιστές, γαϊτανάκια, ζογκλέρ, ξυλοπόδαρους σε συνεχή κίνηση στις γειτονιές της Αθήνας.

Δεν άφησε τίποτε στην τύχη του, επέβλεψε προσωπικά τους πάντες και τα πάντα, έβαλε σε κάθε εκδήλωση τη σφραγίδα του. Και εκεί ανακάλυψα έναν άλλο Διονύση: τον συνεπή επαγγελματία, τον αλάνθαστο οργανωτικό, τον καλλιτέχνη που με μοναδική ικανότητα, πέρα από τα άλλα ταλέντα του, μπορεί να συλλαμβάνει ένα σχέδιο, να το καταστρώνει και υπεύθυνα και αψεγάδιαστα να το επιβλέπει και να το υλοποιεί.

g

«Από σπίτι σε σπίτι, όταν μας τάιζαν οι μανάδες μας»

του Διονύση Φωτόπουλου

σκηνογράφος

Τον Διονύση Σαββόπουλο τον πρωτοσυνάντησα στα φοιτητικά μου χρόνια, όταν ήμουν στην Καλών Τεχνών και τα βράδια δούλευα στα υπόγεια της Λυρικής Σκηνής: εκεί όπου με τον Νίκο Στεφάνου ζωγραφίζαμε τα σκηνικά του Τσαρούχη, του αδερφού μου και άλλων μεγάλων σκηνογράφων της εποχής. Δεν ξέραμε ακόμη τίποτε για τον Σαββόπουλο. Φίλος μου ήταν ο Αλέξης Κυριτσόπουλος, με τον οποίο ήμασταν μαζί από το 5ο Γυμνάσιο Εξαρχείων και αργότερα στο περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης», όπου εγώ έκανα εικονογραφήσεις και εξώφυλλα, αλλά και στην εφημερίδα «Δημοκρατική αλλαγή», όπου γράφαμε ωροσκόπια. Σε έναν απ’ αυτούς τους χώρους βρέθηκε ένα βράδυ ο Σαββόπουλος να κοιμάται, καθώς είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη και δεν είχε πού να πάει. Ενα πολύ αγαπητό παιδί, που φαινόταν ότι ψαχνόταν για τη μουσική. Τον αποδεχθήκαμε στην παρέα κι εκείνος μάς μίλησε για τα τραγούδια που είχε γράψει, όπως η «Συννεφούλα», θυμάμαι. Αυτός που τον γνώριζε καλά ήταν ο φίλος μας Αλκης Σαχίνης και οι μανάδες όλων μας είχαν αναλάβει την εβδομαδιαία… σίτισή μας. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι για να έχουμε κάτι να φάμε. Ανάμεσα στις δουλειές που βρήκαμε τότε στον Σαββόπουλο για να επιβιώσει ήταν και μοντέλο για τη Σχολή Καλών Τεχνών: στην αρχή πορτρέτο, μετά ξεθάρρεψε κι έκανε και γυμνό. Στη συνέχεια χαθήκαμε, ξανασυναντηθήκαμε αρκετές φορές, αλλά η βασική συνεργασία μας ήταν με τον ιταλό σκηνοθέτη Λούκα Ρονκόνι. Τον είχα συναντήσει στην Ιταλία, μου έδειξε τι ήθελε να κάνει για τον «Πλούτο» και μιλήσαμε για τη μουσική. Εκεί του πρότεινα να ακούσει δουλειές του Σαββόπουλου και ταυτόχρονα του τον πρότεινε και η Μελίνα ως υπουργός Πολιτισμού τότε. Νομίζω ότι το αποτέλεσμα μας δικαίωσε όλους με εκείνο το σκηνικό όπου η σκηνή γέμισε με καλάμια και οι φιγούρες του Χορού φαίνονταν να βγαίνουν από μέσα τους. Ο Διονύσης βέβαια παραπονιόταν ότι δεν είχε καλή ακουστική, επειδή όλη η ορχήστρα είχε καλυφθεί με υλικό που απορροφούσε τον ήχο.

Κάθε φορά που τον βλέπω μού θυμίζει τα νιάτα μου, την εποχή που ξυπνούσαμε και αντιλαμβανόμασταν τον κόσμο στη σωστή του διάσταση, παρ’ όλο που όλοι μας είχαμε έναν ασυγκράτητο ρομαντισμό. Η αίσθηση που ανέδυε η μουσική του ταίριαζε με τον κόσμο των ρεμπέτικων, των ανήσυχων μπουάτ, των επιθεωρήσεων του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ολα αυτά έτρεφαν τις προσδοκίες μας για μια Ελλάδα με όνειρα. Είναι ο ήχος της νεανικής μου ζωής, τον οποίο ψιθυρίζουμε ακόμη, με όλη αυτή τη «γεύση» ελληνικότητας που κουβαλάει. Η τελευταία συνάντησή μας ήταν στην «Ταράτσα» του Φοίβου Δεληβοριά, όπου ήταν να κάνει ένα πρόγραμμα, αλλά η βροχή μάς το χάλασε. Μ’ αρέσει ν’ ακούω ότι είναι καλά και ότι δημιουργεί…

g

«Παράξενο πτηνό από την εξωτική Θεσσαλονίκη»

Της Μαριάννας Κορομηλά

ιστορικός

Αποσπασματικές και σκόρπιες εικόνες σαν να έχω αποκοιμηθεί στο σινεμά και κάθε τόσο να με σκουντάει ο διπλανός. Βλέπω μια στιγμή τη Φαραντούρη να τραγουδάει στη Στοά του Γιώργου Κούνδουρου, μια «μπουάτ» (;) στην οδό Ξάνθου, τον πιο άγνωστο δρόμο του προχουντικού Κολωνακίου. Χάνομαι ξανά, νέα σκουντιά, ο Λοΐζος. Σε λίγο, κάποιος Σαββόπουλος. Παράξενο πτηνό από την εξωτική Θεσσαλονίκη, που για εμάς, τότε, ήταν terra incognita στα βάθη της συλλογικής αθηναϊκής άγνοιας.

Εξι δεκαετίες αργότερα, τα πάντα έχουν θολώσει στο μυαλό μου. Γεγονότα, νεανικές εξαλλοσύνες, αγωνίες, ενθουσιασμοί, εφηβικές λατρείες, ακρότητες, ξενύχτια, κυνηγητά, εξερευνήσεις, όλα έχουν γίνει μυθολογία· προσωπική και σε πολλά σημεία ομαδική. Το λάτρεψα αυτό το εξωτικό πτηνό. Γυαλιά με μεγάλο σκουρόχρωμο σκελετό, ίσια μαλλιά μέχρι τους ώμους, συνεσταλμένος, ευγενής. Καμιά σχέση με άλλους «αβάν γκαρντ» της εποχής, που τους έτρωγε η μαύρη αρκούδα.

Δεν θυμάμαι αν μου τον σύστησε ο Κούνδουρος ή ο Στέργιος Δελιαλής (που φιλοτέχνησε και το εξώφυλλο του «Τρελλού» το 1969) ή αν έτυχε να πιάσουμε κουβέντα στον δρόμο. Τα πέντε χρόνια που μας χώριζαν ήταν ανυπέρβλητη διαφορά. Κι άλλες ανυπέρβλητες διαφορές. Αλλά ήταν η μαγική δεκαετία του ’60. Μπορούσαν να συμβούν τα πάντα. Ακόμα και η «Συννεφούλα» (στο «Φορτηγό» του 1966) που ερέθισε ή και εξόργισε τους περισσότερους Λαμπράκηδες (δεν ήταν πολιτικό, στρατευμένο). Τους κατέκτησε, όμως, πολύ γρήγορα κι έτσι έμεινα κι εγώ, ο μπόμπιρας, με την απορία: πώς μπορεί αυτός που γράφει εκείνα τα άλλα τραγούδια του «Φορτηγού» να ασχολείται με τα «Μη μιλάς άλλο για αγάπη». Το κατάλαβα το 1972, όταν κυκλοφόρησε ο Χατζιδάκις τον «Μεγάλο Ερωτικό».

Υστερα, ο κύριος Αλέκος Πατσιφάς και η δισκογραφική Lyra (αλλά και η μαυροφορεμένη Ρηνιώ Παπανικόλα – η «Ζιλιέτ Γκρεκό», υπάλληλος του Ικαρου με τη βαθιά φωνή και το κόκκινο Sante πακέτο). Το δισκάδικο Pop Eleven των Φαληρέα. Κάτι απερίγραπτα βράδια στις διάφορες υπόγες «ανάμεσα στο μυστρί του Παττακού και το συρτάκι του Δαλιανίδη» όπως λέει ο ίδιος ο Διονύσης για την ασφυξία επί Χούντας. Εκεί μας σύστησε και τη Δόμνα Σαμίου. Τομή στη ζωή πολλών νεολαίων και όσων άλλων ανατρίχιαζαν με τα τσάμικα. Εκτίναξη. «Σήκω, ψυχή μου, δώσε ρεύμα» αυτό έκανε ο Σαββόπουλος. Του χρωστάω την ουσία – τα περιστατικά ξεχάστηκαν.

Ομως, η ανεξίτηλη ανάμνηση είναι εκείνες οι μεταμεσονύκτιες συζητήσεις στο «Ομορφο». Συχνά, γυρνούσε η κουβέντα στα βυζαντινά. Φορούσε κόκκινα υποδήματα ο αυτοκράτορας; Με δικέφαλους κεντημένους; Οι Σκύθες εκχριστιανίστηκαν; Μας πότιζε η νυχτερινή υγρασία. Και ξαφνικά, έσκασε το ιστορικό άσμα «Μαύρη Θάλασσα» (υπάρχει στον δίσκο του 1972 «Το βρώμικο ψωμί»). Είπε όλα όσα ανακάλυπτα έκθαμβη εκείνον τον καιρό κι όλα όσα δεν ήξερα ακόμα για τη θαλασσινή λεκάνη πέρα από τις Συμπληγάδες, για την οποία έγραψα βιβλίο είκοσι χρόνια μετά. Μισό αιώνα αργότερα, κι αναρωτιέμαι ακόμα πώς είχε συλλάβει ο Διονύσης όλον αυτόν τον κόσμο, τον παντελώς απαγορευμένο κι άγνωστο παγκοσμίως. Είναι η ποιητική ευαισθησία και η διαίσθηση, η διεισδυτική ματιά και η συνθετική ικανότητα, η βαλκανική εμπειρία και η θρακιώτικη πατρογονική μνήμη, ή μήπως η διαλεκτική σχέση με το ιστορικό γίγνεσθαι και την ανθρωπογεωγραφία; Είναι όλα αυτά συνδυασμένα με την ιδιοφυΐα του μεγάλου δημιουργού.

g

«Με τον Στέργιο Δελιαλή»

Της Εριέττας Μαυρουδή

διαφημίστρια

Γνώρισα τον Σαββόπουλο στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το εξώφυλλο του δεύτερου δίσκου του, το «Περιβόλι του τρελού», το είχε σχεδιάσει ο Στέργιος Δελιαλής από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ήταν τρομερός γραφίστας (σ.σ.: έφυγε από τη ζωή το 2019). Δούλευε στο σχεδιαστήριο της διαφημιστικής εταιρείας όπου δούλευα κι εγώ: την Εργον. Μέσω του Στέργιου, λοιπόν, γνώρισα τον Διονύση και την Ασπα. Υστερα από αυτή την πρώτη γνωριμία ο Διονύσης ηχογραφούσε τα επόμενα άλμπουμ στο στούντιο της Polysound, που ανήκε στον ηχολήπτη Γιάννη Σμυρναίο. Εγώ λόγω γνωριμίας με τον Σμυρναίο ήμουν παρούσα στις ηχογραφήσεις του Σαββόπουλου. Ηταν πάντα ήσυχος, καθόλου «θεατρικός», και δεν μπορούσες να διανοηθείς ότι εκείνη την ώρα επεξεργαζόταν τα πράγματα γύρω του ως ένας από τους «εθνικούς ποιητές» μας. Τα τραγούδια του ήταν πάντα ποιήματα και έκλειναν μέσα τους όλη την εποχή. Τον έβλεπα, λοιπόν, και μου έκανε πάντοτε εντύπωση πάντα ένα πράγμα: τα μακριά νύχια με τα οποία εμφανιζόταν στο ένα χέρι. Μου πήρε λίγο καιρό για να καταλάβω ότι τα άφηνε έτσι για να χτυπάει φυσικά την κιθάρα. Το δεύτερο πράγμα που μου έκανε εντύπωση είχε να κάνει με το γεγονός ότι τότε ο Διονύσης κάπνιζε. Αλλά πώς κάπνιζε; Εκανε δύο ρουφηξιές κι έσβηνε το τσιγάρο. Επιδεικτικά. Για να το πω χιουμοριστικά: τέτοια γενναιοδωρία προς τις καπνοβιομηχανίες δεν είχα ξαναδεί ποτέ!

g

«Τι πενθεί, τι χαίρεται το ρωμαίικο συγγενολόι»

του Παντελή Βούλγαρη

σκηνοθέτης

Είναι σαν να γράφω για μένα τον ίδιο. Γνώρισμα της γενιάς μου που αγκαλιαζόταν στα δύσκολα.

Το τραγούδι λέει για κάποιο φορτηγό που τον κατέβασε στην Αθήνα.

Να ψάξει να βρει από πού ξεκίναγαν ο Μάνος και ο Μίκης και να ξεχυθεί με τα δικά του στιχάκια – παραμύθια, δώρα σε όλους μας. Μάθαμε από τα τραγούδια του από πού ξεκινάει αυτό το ρωμαίικο συγγενολόι. Τι πενθεί, τι χαίρεται.

Νότες και στίχοι πέρασαν γλυκά πίσω από τον μπερντέ του Σπαθάρη μαζί με το παράπονο της Σωτηρίας της χαρτοπαίκτριας, προορισμένης να ψάλει τα δικά μας πάθη.

Τον καμαρώναμε η παλιά παρέα, ο Αλκης, ο Μαρωνίτης, ο Τζούμας, από το ισόγειο όπου η Ελλη και ο Αλκης μάς δέχονταν για χιούμορ αλλά και αυστηρή κουβέντα.

Ηταν στα πρώτα μας ξανοίγματα το πρώτο ταξίδι στη Μακρόνησο.

Αφορμή μετά μεγάλης πολύχρονης σχέσης το «Χάππυ Νταίη».

Η δουλειά του πάντα με χάρισμα, το χάρισμα της τόλμης και της ποίησης.

Ο Διονύσης κατάφερε αυτό το σπάνιο, το πολύ σπάνιο, όλα αυτά τα χρόνια να μας συνδέει μια φιλία χωρίς επεξηγήσεις και ιστορικές αναφορές.

Οταν συναντιόμαστε, χαιρόμαστε τις μεγάλες σιωπηλές παύσεις.

Αρκούν τα βλέμματα.

«Καλοκαίρι 1967»

Της Κάλης Δοξιάδη

συγγραφέας

Ηταν σχετική ησυχία, ζέστη κι ανθρώπινες μυρωδιές. Ακούγονταν τα συνηθισμένα ρουθουνίσματα, οι τσιγαρόβηχες και τα πνιγμένα αναφιλητά. Από κάτω το ίδιο πάντα υπόκωφο βουητό, όπου καμιά φορά ξεχώριζε κάποια φωνή.

Για λίγη δροσιά είχαμε αφήσει μισάνοιχτο το παράθυρο του φωταγωγού με τα σίδερα. Συνήθως κλείναμε το τζάμι μήπως κι απομονωθούμε λίγο από τις κραυγές που συνόδευαν τη ζωή μας εκεί μέσα. Ημασταν μισοκοιμισμένες στο πάτωμα, πότε οκτώ, πότε εννιά γυναίκες, η Ρηνιώ, η Σύλβα, η Μάχη, η Κίττυ, κι εγώ η πιο μικρή. Ημασταν οι πιο μόνιμες. Αλλες, γνωστές κι άγνωστες, έρχονταν κι έφευγαν, πότε σιωπηλές και κλαμένες, διστακτικές αρχικά, φοβισμένες, που μας κοίταζαν καχύποπτα. Τις φλύαρες τις φοβόμασταν γιατί ξέραμε πως υπήρχαν και βαλτές για να μας πάρουν λόγια. Οπως η Δροσούλα που μας γύρευε τσιγάρα. Είχε μακριά βαμμένα νύχια, αν και μας έλεγε ότι ήταν μοδίστρα. Την άφησαν ένα βράδυ και την πήρανε. Μισοκοιμόμουνα όταν με σκούντηξε η Ρηνιώ. «Ακου!». Από κάπου ερχόταν ένα μελωδικό σφύριγμα, ζωηρό, σχεδόν χοροπηδηχτό. «Λες να είναι ο ίδιος;». Είχαμε ακούσει ότι τον έπιασαν. Μία μία ανασηκωθήκαμε. Δεν ξέρω ποια άρχισε να τραγουδάει αλλά σε λίγο ακούστηκαν κι άλλες αδύναμες φωνές. Ψελλίζαμε παράφωνα όλο και πιο δυνατά. Κάποια άνοιξε το παράθυρο διάπλατα.

Η πόρτα μας τραντάχτηκε απέξω. «Σιωπή!» ακούστηκε. Κι από αλλού ακούστηκαν άγριες φωνές και μετά έπεσε ησυχία.

Από τότε, όταν ακούω τη «Συννεφούλα» μού έρχονται δάκρυα στα μάτια.

g

«Να γράψουμε κάτι για το δικό του ζώδιο»

του Αλέξη Κυριτσόπουλου

ζωγράφος

Ηταν εκείνη την ωραία εποχή, πριν την χούντα, που όλα άνθιζαν. Ημασταν περίπου φοιτητές και στα λόγια επαναστάτες. Τότε περίπου, το 1963, γνώρισα τον λαμπερό Αλκη. Συζητήσεις, βιβλία, έρωτες και όνειρα, ποιήματα και σκίτσα… Τον Αλκη που – πού ακούστηκε ο Αλκης να πεθαίνει -, τραγούδησε δύο – τρία χρόνια μετά ο Διονύσης. Ενα πρωί λοιπόν ήρθε ο Αλκης στο σπίτι της μάνας μου και μου ζήτησε να μείνει σε εμάς γιατί έδωσε το δωμάτιό του σε έναν φίλο του που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη. Ηταν ο Σαββόπουλος.

Αργότερα ο Διονύσης έμενε κοντά μας στην Ιπποκράτους (το διώροφο όπου έμενε κατεδαφίστηκε πια). Ερχόταν στο σπίτι μας για κανένα φαγάκι. Εφερνε μαζί και την κιθάρα του. Τότε πρωτάκουσα τον «Ηλιο» και τη «Συννεφούλα». Δουλεύαμε στην ίδια εφημερίδα («Δημοκρατική Αλλαγή»). Ο Διονύσης έγραφε ελεύθερο ρεπορτάζ, εγώ απέναντι γελοιογράφος. Ορμάει ένα βράδυ ο διευθυντής (Μάνος, που να πούμε ότι τον συμπαθούσε πολύ), και του λέει: «Πάλι νότες γράφεις Σαββόπουλε;». «Μάλιστα κύριε, γυμνασιάρχα!», απάντησε ο Διονύσης που ανασηκώνοντας τα χαρτιά του, έγραφε κρυφά νότες.

Το γραφείο μου ήταν δίπλα σε έναν γελοιογράφο, τον Κωστιδάκη. Η γυναίκα του Κωστιδάκη έγραφε το ωροσκόπιο της εφημερίδας και ο Κωστ. το έφερνε και του ρίχναμε και εμείς μια ματιά. Ερχόταν τότε και ο φίλος μου Διονύσης Φωτόπουλος να με πάρει σχολώντας. Κάναμε πως γράφαμε και εμείς ωροσκόπια… Ενα βράδυ ο Σαββόπουλος μας παρακάλεσε να γράψουμε κάτι καλό και για το δικό του ζώδιο! Εμείς απαντήσαμε ότι εκείνο το βράδυ είχε συννεφιά και δεν είχαμε ορατότητα στα άστρα.

Εκείνο τον καιρό μάλλον, άρχισα να κάνω σκίτσα του Σαββόπουλου. Ενα σκίτσο μου στόλισε την ταμπέλα του πρώτου μαγαζιού όπου τραγούδησε. Δεν θυμάμαι πώς λέγαν το μαγαζί. Ισως στην Παράγκα (Παράγκα του χειμώνα) έκανα μια έκθεση με σκίτσα του Σαββόπουλου. Ηρθε ο Θεοδωράκης και μου είπε: «Να έρθεις να δουλέψεις στην «Αυγή»». «Μα δουλεύω στην αυγή», του είπα…

Μου ζήτησε ο Διονύσης να φτιάξω το εξώφυλλο του φορτηγού. Οση ώρα το σχεδίαζα, εκείνος στεκόταν όρθιος σκαρφαλωμένος πάνω στον πάγκο μου.

«Τα πιο ωραία παραμύθια απ’ όσα μου ‘χεις διηγηθεί αχ είν’ εκείνα που μιλούσαν για τα παιδιά που ‘χουν χαθεί».

info

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 10/12 στις 20.00 και 11/12 στις 21.00, megaron.gr