Ανήκε σε μια εποχή που οι σταρ ήταν της διπλανής πόρτας – κυριολεκτικά. Που ξεκινούσαν από τα λαϊκά στρώματα για να μεταμορφωθούν σε λαϊκά είδωλα. Χρησιμοποιώντας τη φωνή – αυτό που οι ίδιοι όριζαν πάντοτε σαν «δώρο από τον Θεό» – συμμετείχαν στη βιοτεχνία ονείρων εξαργυρώνοντας με πολλαπλές ηχογραφήσεις τα άλλα «δώρα»: τα μεγάλα τραγούδια που πρόλαβαν σε μια εποχή που ο μύθος φτιαχνόταν ακόμη με τις ακροάσεις δίσκων σε οικιακά πικάπ και κέντρα διασκέδασης. Ο Σταμάτης Κόκοτας, στο τέλος της δεκαετίας του 1960, πρόλαβε τη «γέφυρα» με τους μεγάλους συνθέτες και στιχουργούς, αλλά και την ψυχαγωγία της νύχτας, στο όνομα της οποίας οικογένειες και μεμονωμένοι θαυμαστές έσπαγαν στοίβες από πιάτα, έραιναν με λουλούδια τα είδωλά τους, άλλαζαν πίστα από την Παραλιακή στις μπουάτ και ανάποδα. Από ένα σημείο κι έπειτα, όπως πολλοί συνοδοιπόροι της γενιάς του, ο Κόκοτας θα υπερασπιστεί τη σπουδαία προίκα τραγουδιών του βιώνοντας τη μεγάλη αμηχανία στο ρεπερτόριο που ερχόταν με τις τεκτονικές αλλαγές στον χώρο της δισκογραφίας. Εφυγε από τη ζωή την 1η Οκτωβρίου, σε ηλικία 85 ετών, και ο συνεργάτης και φίλος του Μωυσής Ασέρ θυμάται για «ΤΑ ΝΕΑ» στιγμές από τη διαδρομή του.







