Τον Ιούλιο του 2022 κλείνουν 80 χρόνια από δύο γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία του Ολοκαυτώματος σε δύο χώρες. Οι εκτοπίσεις για τα στρατόπεδα του θανάτου και οι μαζικές δολοφονίες δεν συμβάδισαν χρονικά ούτε έγιναν με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις χώρες. Απλώθηκαν σε μια πενταετία, από το 1941, όταν αρχίζουν οι μαζικές εκτελέσεις στις χώρες της Σοβιετικής Ενωσης, και συνεχίστηκαν ως το τέλος του πολέμου και τη διαδοχική απελευθέρωση των στρατοπέδων, από τα τέλη Απριλίου ως τις αρχές Μαΐου του 1945.

Ο Ιούλιος λοιπόν του 1942 σηματοδοτείται διαφορετικά για την Ελλάδα και τη Γαλλία. Στη Θεσσαλονίκη, οι Εβραίοι που είχαν ήδη γνωρίσει περιορισμούς, απαγορεύσεις, απανωτά «μέτρα» που δυσκόλευαν την καθημερινότητά τους, θα γνωρίσουν την πρώτη μαζική σύλληψη και εκτόπιση ανδρών σε καταναγκαστικά έργα στην Ελλάδα. Στο Παρίσι, τις ίδιες σχεδόν μέρες, θα γίνει η μεγαλύτερη μαζική σύλληψη και εκτόπιση Εβραίων της Γαλλίας για τα στρατόπεδα εξόντωσης. Ο διωγμός βρίσκεται σε διαφορετική φάση σε κάθε χώρα. Η ώρα της αποστολής στο Αουσβιτς-Μπίρκεναου για την Ελλάδα, και συγκεκριμένα για τους θεσσαλονικείς Εβραίους, θα έρθει την άνοιξη του 1943, όταν θα εκτοπιστούν περίπου 47.000 από τους 49.000. Αλλά το γεγονός της σύλληψης και αποστολής εβραίων ανδρών σε καταναγκαστικά έργα είναι ένα πρώτο σκαλοπάτι προς την «τελική λύση», που κλιμακώνει τον διωγμό και τον οδηγεί στον μονόδρομο του αφανισμού. Λίγους μήνες μετά, τον Δεκέμβριο του 1942, θα καταστραφεί εκ θεμελίων και το πελώριο εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης, που συνόρευε με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, με τη συναίνεση και των ελληνικών δωσίλογων αρχών.

Το «Μαύρο Σάββατο»

στην πλατεία Ελευθερίας

Η 11η Ιουλίου 1942 ή «Μαύρο Σάββατο» είναι η ημέρα της συγκέντρωσης, δημόσιας ταπείνωσης και μεγάλης σωματικής ταλαιπωρίας 9.000 ανδρών, 18 ως 45 ετών, Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που όρθιοι, με ακάλυπτα κεφάλια, περίμεναν πολλές ώρες χωρίς τροφή και νερό, για να δηλωθούν προς εργασίαν. Οι άνδρες ανταποκρίθηκαν στη διαταγή του στρατιωτικού διοικητή της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν της 7ης Ιουλίου για να παρουσιαστούν στις 8 π.μ. το Σάββατο 11 Ιουλίου στην πλατεία ώστε να απογραφούν. Η διαταγή μιλούσε για «ισραηλιτικής φυλής» άνδρες, ανεξαρτήτως της σημερινής τους θρησκείας, ώστε να μη γλιτώσουν όσοι προσηλυτισμένοι. Ο «αιώνιος» λοιπόν «Εβραίος» της ναζιστικής ιδεολογίας, που καμία μεταστροφή δεν τον απαλλάσσει από την καταγωγή του, εφόσον πρόκειται για «φυλή».

Οι «γυμναστικές ασκήσεις» (από τις οποίες σώθηκαν ορισμένες φωτογραφίες) κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιουλίου εξαντλούν τους μεγαλύτερους. Περίοικοι κοιτάζουν αδιάφοροι το θέαμα, άλλοι χασκογελούν. Γερμανοί φωτογραφίζουν. Η ηθελημένη ταπείνωση και ο χλευασμός συνοδεύει τη γραφειοκρατική διαδικασία της καταγραφής.

Μετά από κάποιους μήνες, αφού η Ισραηλιτική κοινότητα κατέβαλε βαρύτατο χρηματικό τίμημα, οι άνδρες επέστρεψαν από τα εργοτάξια που βρίσκονταν κοντά στη Θεσσαλονίκη. Οι περισσότεροι για να εκτοπιστούν την άνοιξη του ’43 για το Αουσβιτς. Αλλοι άνδρες, που συνελήφθησαν μέσα στο γκέτο τέλη Μαρτίου του ’43, είχαν σταλεί στα στρατόπεδα της Θήβας, της Καρυάς και του Λιανοκλαδίου, όπου δούλευαν σε βαρύτατα καταναγκαστικά έργα. Αυτούς, που είχαν μείνει εκεί ως τον Αύγουστο του ’43, τους έστειλαν πίσω στη Θεσσαλονίκη και μετά στο Αουσβιτς με τον τελευταίο συρμό. (1)

Γράφει ο θεσσαλονικιός γιατρός Ισαάκ Ματαράσσο, συγγραφέας μιας σημαντικότατης μαρτυρίας και ενός από τα ιδρυτικά βιβλία της ιστοριογραφίας του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα:

«Ο Μορδώχ Πιτσόν, καθηγητής στο σχολείο της Αλλιάνς, έχει επιστρέψει από τα έργα, και καίει ολόκληρος από τον πυρετό της ελονοσίας. Στέκεται μπροστά μου, έχει πληγές παντού. Το κεφάλι του είναι ξυρισμένο. Τα μάτια του είναι βουλιαγμένα στο πρόσωπο μέσα σε δύο σκοτεινές κόγχες. Είναι κάτωχρος, πελιδνός. Με σπασμένη φωνή μού λέει ότι δεν αντέχει άλλο. Τον έχουν αφήσει ελεύθερο για λίγες μέρες.

Σηκώνεται με δυσκολία και κάνει λίγα βήματα. Είναι σκυφτός, έχει μικρύνει. Το γωνιώδες πρόσωπό του είναι παγωμένο. Κοιτάζεται έντρομος σε έναν καθρέφτη. Δύσκολα αναγνωρίζει τον εαυτό του σ’ αυτό το κάτισχνο πρόσωπο. Μιλά στην εικόνα του: «Πώς είμαι έτσι, άθλιος, αξιοθρήνητος! Είσαι εσύ ο Μορδώχ Πιτσόν; Ο καθηγητής φιλολογίας, ο φίλος των Γάλλων κλασικών;» (2)

Η φιγούρα που σκιαγραφεί εδώ ο Ματαράσσο είναι ήδη μια φιγούρα του Αουσβιτς, και σχεδόν ένας «Μουσουλμάνος» όπως έλεγαν στη γλώσσα του στρατοπέδου αυτούς που είχαν φτάσει στο τελικό στάδιο πριν τον θάνατο.

Η πλατεία Ελευθερίας, στη μία πλευρά της οποίας, προς τη θάλασσα, στέκει το Μνημείο Ολοκαυτώματος της Θεσσαλονίκης και από όπου ξεκινά, από το 2013 και εξής, η Πορεία Μνήμης κάθε 15η Μαρτίου (ημέρα που το πρώτο τρένο φεύγει από τη Θεσσαλονίκη για το Αουσβιτς το 1943) δεν έχει μεταβληθεί ακόμη στον τόπο μνήμης που οφείλει να γίνει αν και εξαγγέλλεται χρόνια, τόσο σθεναρές είναι οι αντιστάσεις που τη θέλουν πάρκινγκ.

Το μπλόκο του Χειμερινού Ποδηλατοδρομίου στο Παρίσι

Το έτος 1942 είναι σταθμός για τις διώξεις των Εβραίων της Γαλλίας, καθώς σηματοδοτεί την αρχή των αποστολών στα στρατόπεδα του θανάτου. Ηδη τον Μάρτιο του 1942 είχε φύγει η πρώτη αποστολή με 1.136 άνδρες που εκτοπίστηκαν στο Αουσβιτς-Μπίρκεναου. Τα τρομερά τρένα, αυτά που έρχονται κατ’ επάνω στον θεατή με αναμμένους φάρους, στην ταινία «Shoah» του Κλοντ Λανζμάν (1985), έχουν αρχίσει το αδιάκοπο πηγαινέλα τους με προορισμό τον πιο φριχτό θάνατο. Ως την άνοιξη του 1943 συλλαμβάνονταν και εκτοπίζονταν μόνο άνδρες ενήλικοι.

Ομως από τις 6 Ιουνίου όλα τα Εβραιόπουλα από 6 χρονών πρέπει να φορέσουν το κίτρινο αστέρι. Αυτό βέβαια προμηνύει ότι είναι υποψήφια θύματα, καθώς στιγματίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ξεκινά λοιπόν η «τελική λύση», που είχε αποφασιστεί στη Διάσκεψη της Βανζέε τον Ιανουάριο του 1942 και που ως τότε είχε εφαρμοστεί μόνο στην Ανατολική Ευρώπη, λίκνο της yiddishland και των ασκενάζι Εβραίων, να εφαρμόζεται και στη Δύση. Και ξεκινά από την καρδιά της, το Παρίσι, την πρωτεύουσα της πρώτης χώρας που ανακήρυξε τους Εβραίους ισότιμους πολίτες αμέσως μετά την Επανάσταση.

Στις 16 και 17 Ιουλίου 1942, 12.884 κάτοικοι του Παρισιού, εβραϊκής καταγωγής, που είχαν μεταναστεύσει στη Γαλλία τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, συλλαμβάνονται από την αστυνομία του Παρισιού, που υπακούει στις εντολές των γερμανικών αρχών κατοχής. Στο Παρίσι είχαν καταφύγει επίσης από την εγκαθίδρυση του ναζιστικού καθεστώτος στη Γερμανία και μετά, και κυρίως ως το 1938 που ήταν πιο εύκολο, χιλιάδες πρόσφυγες από κατεχόμενες χώρες. Εβραίοι από τη Γερμανία, την Αυστρία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, τη Ρωσία και άλλοι απάτριδες είχαν βρει καταφύγιο στο Παρίσι.

Το λεπτομερές σχέδιο προέβλεπε τη σύλληψη 25.000 ανθρώπων. Τελικά κατόρθωσαν να συλλάβουν περίπου τους μισούς. 4.500 αστυνομικοί της γαλλικής αστυνομίας και δεκάδες αστικά λεωφορεία του Παρισιού συμμετέχουν στην επιχείρηση την οποία φέρουν εις πέρας.

8.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά συλλαμβάνονται μέσα στα σπίτια τους με αιφνιδιασμό, βγαίνουν με τη βία και οι οικογένειες οδηγούνται στον χώρο του Χειμερινού Ποδηλατοδρομίου (Vélodrome d’Hiver, και για συντομία Vél’ d’Hiv’), στο 15ο Διαμέρισμα του Παρισιού. Τα ζευγάρια δίχως παιδιά και οι ανύπαντροι οδηγούνται κατευθείαν στο στρατόπεδο του Ντρανσί, σε προάστιο του Παρισιού. Μέχρι τις 20 Ιουλίου έχουν συλληφθεί 13.152 άτομα στο Παρίσι και στα γύρω προάστια. Ο τεράστιος χώρος αθλοπαιδιάς και χαράς του Χειμερινού Ποδηλατοδρομίου θα μετατραπεί σε χώρο μαρτυρίου, αφού οι χιλιάδες στοιβαγμένοι άνθρωποι θα ζήσουν μέρες χωρίς επαρκή τροφή και νερό, χωρίς αποχωρητήρια, και χωρίς ιατρική περίθαλψη και μέσα σε τρομερή ζέστη που πολλαπλασιάζεται από τον γυάλινο θόλο του Ποδηλατοδρομίου.

Από τις 19 ως τις 22 Ιουλίου οι οικογένειες και τα χιλιάδες παιδιά θα μεταφερθούν από το Vél’ d’Hiv’ στα στρατόπεδα του Pithiviers και της Baune-La-Rolande. Πρώτα παίρνουν τους ενηλίκους με τα μεγάλα παιδιά, ενώ 3.000 μικρά παιδάκια αφήνονται ολομόναχα στην απελπισία τους. Λίγο αργότερα μεταφέρθηκαν στο Ντρανσί, από όπου τα έβαλαν στο τρένο για το Αουσβιτς-Μπίρκεναου σε διαδοχικές αποστολές από τις 17 ως τις 31 Αυγούστου. Εννοείται ότι δεν επέζησε κανένα από αυτά τα παιδιά, αφού προορίζονταν κατευθείαν για τους θαλάμους αερίων.

Πρόκειται για το μεγαλύτερο μπλόκο που οργανώθηκε ποτέ στη Γαλλία, όπου η εκτόπιση δεν πήρε τη μορφή ολόκληρων κοινοτήτων όπως στην Ελλάδα. Η επιχείρηση αυτή σηματοδοτεί επίσης το μεγάλο μερίδιο ευθύνης της γαλλικής αστυνομίας στην εκτόπιση και εξόντωση των Εβραίων και τη συνενοχή της, ένα σκοτεινό σημείο για τη γαλλική ιστορία.

Αυτό το ευαίσθητο πολιτικά σημείο έγινε παραδεκτό μόνο μετά από δεκαετίες, και αφού ο πρόεδρος Μιτεράν αρνήθηκε να ζητήσει την περίφημη «συγγνώμη» με το επιχείρημα ότι το δωσίλογο κράτος του Βισί δεν ήταν η Γαλλία, τελικά τη ζήτησε ο πρόεδρος Σιράκ, λίγο μετά την εκλογή του, στις 16 Ιουλίου 1995, στην επίσημη ομιλία του για την επέτειο του Vél’ d’Hiv’. Σε αυτή την ομιλία ο Σιράκ είπε πως «η Γαλλία του Διαφωτισμού και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η χώρα του ασύλου, αυτή την ημέρα προέβη σε μια ανεπανόρθωτη πράξη. Παρέδωσε τους προστατευόμενούς της στους εκτελεστές». Η επέτειος αυτού του γεγονότος τιμάται στη Γαλλία ως Ημέρα Μνήμης Θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Το Vél’ d’Hiv’ όπως και το Ντρανσί είναι κατ’ εξοχήν τόποι μνήμης. Φέτος η στρoγγυλή επέτειος τιμάται ιδιαίτερα με πολλές δράσεις, και ο πρόεδρος Mακρόν εγκαινιάζει στις 17 Ιουλίου νέο μουσείο και τόπο μνήμης στον σιδηροδρομικό σταθμό του Pithiviers.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ

«Δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να το αντέξουμε ακόμη για πολύ»

Από επιστολή που γράφτηκε από την Κλάρα Γκαρνέκ  στο Ποδηλατοδρόμιο κατά την κράτηση και φυλάσσεται στο αρχείο του Mémorial de la Shoah:

«Παρίσι, 18 Ιουλίου 1942

Αγαπητοί θείοι, θείες και ξαδέλφες.

Δυο λόγια μόνο για να σας πω ότι μας έπιασαν την Πέμπτη στις 3 και μισή τα χαράματα και μας έφεραν στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο. Είμαστε πολύ δυστυχισμένοι. Κάθε λεπτό άνθρωποι αρρωσταίνουν, υπάρχουν έγκυες, τυφλοί… Κοιμόμαστε κατάχαμα.

Χθες μας έδωσαν γάλα για τα παιδιά ως δέκα ετών, μια φέτα ψωμί, ένα κομματάκι σοκολάτα, μία μαντλέν [ένα μικρό γλυκό] και πατέ.

Δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να το αντέξουμε ακόμη για πολύ. Η μαμά δεν αντέχει πια. Είναι ακόμη χειρότερα, γιατί οι γυναίκες διηγούνται πράγματα αλλόκοτα, που αντί να ανεβάσουν το ηθικό τους το κατεβάζουν. Κι αυτές που είχαν λίγο κουράγιο, το χάνουν σιγά σιγά…

Δεν θέλω να σας γράψω άλλα και ελπίζω να σας δω σύντομα. Ο Ζανό κλαίει συνέχεια γιατί θέλει να γυρίσει στο σπίτι.

Κλάρα»

Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ είναι ιστορικός και συγγραφέας των βιβλίων «Η ενηλικίωση μιας γενιάς. Νέοι και Νέες στην Κατοχή και στην Αντίσταση» (Εστία, 2009) και «Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων» (Εστία, 2013)

1 Οπως έδειξε η πρόσφατη έρευνα του ιστορικού Ιάσονα Χανδρινού.

2 Δρ Ισαάκ Ματαράσσο, «Κι όμως όλοι τους δεν πέθαναν», α’ έκδοση, Τυπογρ. Μπεζέ, Αθήνα 1948, επιμελημένη επανέκδοση από τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2018. Το απόσπασμα από κείμενο του Ματαράσσο, σελ. 185-186.