Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η πρόσφατη επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη του γερμανού καγκελαρίου Ολαφ Σολτς, για τη συμμετοχή του στη Σύνοδο Κορυφής της Διαδικασίας Συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (SEECP), φέρνει εκ νέου στο προσκήνιο τις στενές, αποδοτικές και διαχρονικές ελληνογερμανικές οικονομικές σχέσεις.
Η Γερμανία λογίζεται για την Ελλάδα στρατηγικός οικονομικός εταίρος. Ως χώρα καλλιέργησε επί πολλές δεκαετίες, ανεξαρτήτως κρίσεων και συγκυριών, μια απολύτως εποικοδομητική διμερή σχέση με την Ελλάδα. Τα οφέλη της σχέσης αυτής είναι και αναγκαία και μετρήσιμα για το ελληνικό ΑΕΠ, κρίνοντας από την τελευταία μελέτη του ΙΟΒΕ περί της συνολικής συμβολής των επιχειρήσεων-μελών του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου στην ελληνική οικονομία, συμβολή η οποία εκτιμήθηκε σε 3,9% του ΑΕΠ για το 2020.
Ως αξία υπολογίστηκε στα 6,4 δισ. ευρώ και καταγράφηκε ενισχυμένη σε σύγκριση με το 2019 (3,3% του ΑΕΠ). Μάλιστα, για κάθε ευρώ προστιθέμενης αξίας από τη λειτουργία και τις επενδύσεις των εταιρειών-μελών του Επιμελητηρίου δημιουργούνται άλλα 0,5 ευρώ ΑΕΠ σε άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας (συνολικά 1,5 ευρώ).
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα διαθέτει σήμερα όλες τις προδιαγραφές διατήρησης του ΑΕΠ της σε αναπτυξιακό ρυθμό. Δίνει τη δική της μάχη, υπό αντίξοες συνθήκες λόγω και της πανδημίας αλλά και των συνεπειών της ρωσο-ουκρανικής κρίσης. Αυτό εξάλλου επισημάνθηκε πρόσφατα και από τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ, μετά τη συνάντηση που είχε, στο υπουργείο Οικονομικών, με τον υπουργό Χρήστο Σταϊκούρα.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την επενδυτική ορμή από τη Γερμανία, λειτουργεί ως φωτεινό παράδειγμα ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να αποτελεί ένα επιτυχημένο case story ως επενδυτικός προορισμός.
Σήμερα, το ενδιαφέρον των γερμανών επενδυτών για την Ελλάδα είναι πραγματικά πολυδιάστατο, όπως εξάλλου πολυδιάστατη είναι και η παρουσία τους στη χώρα, δεδομένου ότι αναπτύσσονται, με ισχυρή δυναμική, σε όλους τους βασικούς κλάδους της εγχώριας οικονομίας.
Αξιολογώντας την προοπτική των γερμανικών επενδύσεων στην Ελλάδα, ειδικό βάρος κατέχει ο τομέας της ενέργειας και ειδικότερα πεδία τα οποία σχετίζονται με τη λεγόμενη πράσινη μετάβαση, όπως οι ΑΠΕ, η αποθήκευση ενέργειας, οι υποδομές ηλεκτροκίνησης, το πράσινο υδρογόνο και τα εναλλακτικά καύσιμα.
Ισχυρό καταγράφεται το ενδιαφέρον των Γερμανών και για επενδύσεις σχετικές με την ψηφιακή μετάβαση, όπως οι τεχνολογικές υποδομές, τα δίκτυα νέας γενιάς και τα data centers, αλλά και η συμμετοχή τους στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων μέσω του ΤΑΙΠΕΔ και του Υπερταμείου, στα υδατοδρόμια, στις τουριστικές υποδομές και εν γένει στην αγορά ακινήτων, στο ηλεκτρονικό εμπόριο, στα logistics και στις οδικές, σιδηροδρομικές, αεροπορικές και λιμενικές υποδομές.
Επίσης, μεγάλα γερμανικά brands θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται επενδυτικά και σε αγορές όπως η φαρμακοβιομηχανία, οι νέες τεχνολογίες και το R&D, οι τεχνολογίες περιβάλλοντος, η ιδιωτική ασφάλιση και η αγροδιατροφή.
Στην προσπάθεια αυτή το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο ως «γέφυρα επικοινωνίας» των δύο αγορών θα επιμείνει στηρίζοντας τις διμερείς συνεργασίες, με την προοπτική νέων οικονομικών υπεραξιών, τόσο για την Ελλάδα όσο και για τη Γερμανία.
Ο δρ Αθανάσιος Κελέμης είναι γενικός διευθυντής και μέλος του ΔΣ του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου