Ηταν απόγευμα, περίπου τέτοια ώρα, όπως αυτή που γράφονται τούτες οι γραμμές. Χειμώνας του 2000, στα γραφεία των «ΝΕΩΝ» στη Χρήστου Λαδά. Το κείμενό μου δεν ήταν έτοιμο, το άγχος είχε χτυπήσει κόκκινο, οι φωνές των συναδέλφων γύρω δημιουργούσαν το γνωστό χάος που επικρατεί στα δημοσιογραφικά γραφεία, όταν άκουσα μια χαμηλή, σχεδόν διστακτική φωνή να με ρωτάει: «Είστε η κυρία Αδαμοπούλου;». Στα κλάσματα του δευτερολέπτου που πέρασαν μέχρι να σηκώσω τα μάτια μου από τα χαρτιά μου σκεφτόμουν «ποιος είναι και πόσο θα με καθυστερήσει». Οταν το βλέμμα μου είχε ολοκληρώσει τη διαδρομή του, πάγωσε. Απέναντί μου στεκόταν ο Αλέκος Φασιανός. Με ένα μπλε σακάκι, ένα κασκόλ περασμένο στον λαιμό του σαν τα φουλάρια των μορφών που ζωγράφιζε και ένα ντοσιέ στο χέρι. «Είμαι ο Αλέκος Φασιανός», μου είπε με αυτή τη χαρακτηριστική πάντα χαμηλή και λίγο βραχνή φωνή του. «Το ξέρω…» ψέλλισα. «Διάβασα τις προάλλες ένα κείμενό σας για τα έργα τέχνης που τοποθετούνται στους σταθμούς του μετρό. Και φτιάχνω κι εγώ ένα. Θέλετε να το δείτε και αν σας ενδιαφέρει να γράψετε;». Πρέπει να μου πήρε αρκετή ώρα για να μπορέσω να αρθρώσω μια λέξη. Ο Αλέκος Φασιανός είχε φτάσει ως το γραφείο μιας απολύτως άγνωστης συντάκτριας, που εργαζόταν μόλις λίγους μήνες, για να της δείξει τη δουλειά του και να της προτείνει να γράψει, όταν οι κορυφαίοι συνάδελφοι της εποχής θα έκαναν ουρά για να εξασφαλίσουν ένα τέτοιο θέμα. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την απορία μου. «Γιατί όχι; Επειδή είστε νέα; Θα παλιώσετε κι εσείς!» ήταν η αποστομωτική απάντηση.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ