Τον θυμάμαι από τη δεκαετία του 1980, στο τότε Ντόλτσε (νυν Φίλιον) της οδού Σκουφά, όταν λιώναμε τα παντελόνια συζητώντας για τέχνες και επανάσταση. Περνούσε αεράτος, συνομιλούσε λίγο με τον Τάσο Φαληρέα και έπαιρνε τους δρόμους. Κάποιοι από τη νέα γενιά της ποίησης, τότε, ήταν περιπατητικοί.

Ο Γιώργος Κακουλίδης, που πέθανε χτες στα 65 του, μου έκανε επίγονος του Μιχάλη Κατσαρού και επικαλούνταν τακτικά ποιητές που τους λέγαμε καταραμένους. Ηταν ανασφαλής και τρυφερός, αλλ’ ήταν και σκληρός, έτοιμος για καβγάδες και για μέτωπα. Πολεμικά μέτωπα όμως δεν υπήρχαν, το μόνο μέτωπο που έπρεπε να τιθασεύσει η γενιά μου ήταν η καθημερινότητά μας, η ζωή μας. Αλλά μπορούν οι ποιητές να συμβιβαστούν με την καθημερινότητα;

Δύσκολα. Κάποιοι – ο Ηλίας Λάγιος, φέρ’ ειπείν – πέθαναν άτσαλα, νωρίς. Αλλοι συνέχισαν, κουράστηκαν, πάλεψαν, έκαναν λάθη, συγκρούστηκαν. Ο Κακουλίδης προσπέλασε και τη δισκογραφία – αλλά δεν ήταν αυτή που τον καθόρισε. Αφησε πίσω του καμιά εικοσαριά συλλογές, και σ’ όλες μιλούσε για το αναπόφευκτο μέλλον, τη συντριβή του σώματος, τη συντριβή της ύπαρξης. Γράφει νωρίς, στην «Αίρεση της τίγρης»:

«[…] η μάνα η φράουλα κοιμάται / ό,τι περήφανα έκλαψε κάποτε ανάμεσα / στα σκέλια της τώρα παραμονεύει στο σκοτάδι / η τίγρη, χτυπάει κάθετα απελπισμένη / κι αποσύρεται κόκκινη και τρελή».