Τα επαρχιακά βιβλιοπωλεία, τότε που ήμουν μικρή, δεν είχαν σπουδαία αντανακλαστικά αλλά ούτε και σπουδαίο ένστικτο όσον αφορά τις πρόσφατες εκδόσεις. Ετσι την αναγνωστική μας εκγύμναση την είχε αναλάβει η πολύ ενημερωμένη «Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμάτας», μια ψηλοτάβανη αίθουσα με ανεμιστήρα οροφής, ρολόι με εκκρεμές και ανεμόσκαλες γύρω γύρω για να εξυπηρετούν οι δυο βιβλιοθηκάριοι, ο Φώτης και ο Αντώνης, τους πιο γεροπαράξενους των θαμώνων. Ναι, ναι, μάλιστα. Εκτός από εμάς την πιτσιρικαρία, που χανόμασταν μέσα στο δροσερό μισόφωτο για να διαβάσουμε Φυσική ή Νέα Εστία ή Ρίτσο ή το Τρίτο στεφάνι, υπήρχαν κι οι γκουρμέ της υπόθεσης που ζήταγαν βιβλία από τα αζήτητα, ψηλά, από τα σκονισμένα ράφια. Παραλάμβαναν με γυαλιστερά μάτια το ποθούμενο, φύσαγαν καταπάνω μας φουου, τον μπουχό από το σκληρόδετο εξώφυλλο, κι ένας που θυμάμαι, διάβαζε μεγαλοφώνως, ναι μάλιστα μεγαλοφώνως, κάτι που ήταν γραμμένο σε γερμανική γοτθική γραφή! Κανείς μας δεν διανοήθηκε ποτέ να του φωνάξει «σουτ, ησυχία» γιατί το μονόπρακτο αυτό συνέπαιρνε με μιας όλη την αίθουσα, μακάρι να είχαμε κινητά να το απαθανατίσουμε. Εξω, στη μικρή αυλίτσα της Βιβλιοθήκης, μια θηριώδης γαρδένια με σοκαριστική, παντός καιρού ανθοφορία, παράστεκε το αμήχανο socialising και τους πρώτους πειραματισμούς μας με το τσιγάρο και το φλερτ.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ