Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ο αιφνιδιασμός της παγκόσμιας κοινότητας για την έκταση της πανδημικής κρίσης και η αρχική υποτίμηση του φαινομένου υπήρξε σχεδόν πλήρης. Η πανδημία εμφανίστηκε ως ένα τυπικό, αλλά μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας και ανέδειξε τη σημασία της «ενιαίας υγείας ανθρώπων, ζώων και περιβάλλοντος», πράγμα που δεν έχει επισύρει τη δέουσα φροντίδα από τις δημόσιες αρχές υγείας, στην παρούσα συγκυρία έντασης των φαινομένων παγκοσμιοποίησης και παγκόσμιου γεωπολιτικού και γεωοικονομικού ανταγωνισμού.
Η χώρα ορθώς ακολούθησε στην πρώτη φάση μια «κλασική προσέγγιση δημόσιας υγείας», την αποστασιοποίηση, η οποία σε συνδυασμό με την πολιτική τόλμη λήψης των ενδεδειγμένων μέτρων και τη συμμόρφωση των πολιτών προσέφεραν μία από τις καλύτερες θέσεις, ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας, στον δυτικό κόσμο.
Στη συνέχεια, η μερική άρση των περιοριστικών μέτρων και η μη πλήρης αντικατάστασή τους με «ισοδύναμα λειτουργικά μέτρα δημόσιας υγείας», δεν επέφερε σε μέγεθος τη δέουσα κεφαλαιοποίηση σε όρους υγείας, οικονομίας και πολιτικής αξίας. Κυρίως επειδή προσέκρουσε στο ευρωπαϊκό υπόδειγμα της ταχείας και αγχώδους επαναφοράς στην οικονομική και κοινωνική κανονικότητα με τη δύσκολη επίλυση του διλήμματος: υγεία ή οικονομία. Παρά ταύτα, εξακολουθεί να έχει μια καλή θέση στην παγκόσμια κατάταξη και εμφανώς κάτω του μέσου ευρωπαϊκού όρου, στο σύνολο σχεδόν των σχετικών δεικτών. Παρά τις δραματικές εξελίξεις, στην υγεία και την οικονομία, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα κατόρθωσε να εγκλωβίσει την πανδημία στη μέγγενη των «αρχαϊκών μέτρων δημόσιας υγείας της αποστασιοποίησης» και των «σύγχρονων τεχνολογικών προϊόντων δημόσιας υγείας» όπως είναι τα εμβόλια. Αυτό είναι μήνυμα ελπιδοφόρας προοπτικής αλλά και ένα μεγάλο μάθημα για επίμονη και συστηματική προσπάθεια στο ευρύτερο πεδίο της δημόσιας υγείας.
Η παγκόσμια οικονομία και η χώρα έχει ήδη σοβαρές απώλειες από την ύφεση της οικονομικής δραστηριότητας, που συνεχώς διευρύνονται σε ένα φαύλο κύκλο μείωσης της ζήτησης με αρνητικές συνέπειες και στην πλευρά της προσφοράς.
Ως εκ τούτου, μια καλή δόση κεϊνσιανισμού με κρατικές παρεμβάσεις υποστήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών είναι επειγόντως αναγκαία και ορθώς ακολουθείται στο μέτρο του δυνατού. Η εξέλιξη αυτή θέτει «επί τάπητος» την προοπτική υποστήριξης και ανάπτυξης της ευρωπαϊκής και εγχώριας παραγωγής τεχνολογίας υγείας.
Τα πλήγματα της πανδημίας στη κοινωνία και την οικονομία αποδεικνύονται μείζονα και δυσεπίλυτα. Το αντιστάθμισμα ανάμεσα στην υγεία και την οικονομία είναι πολιτικά και τεχνικά δυσχερές. Επειδή η «προστασία» της υγείας προϋποθέτει τη λήψη μέτρων που είναι βλαπτικά για την οικονομία, ενώ το «άνοιγμα» της οικονομίας μπορεί να επιδεινώσει την εξέλιξη της πανδημίας.
Ομως το μεγάλο μάθημα από την πανδημία είναι η πρωτεύουσα σημασία της δημόσιας υγείας στη σύγχρονη εκδοχή της. Ενα μάθημα δύσκολο στην κατανόησή του και με πολλά εμπόδια στην πρακτική εφαρμογή του εξαιτίας της «ασύμβατης οπτικής» ανάμεσα στη βιομηχανία της ιατρικής περίθαλψης και την προσέγγιση της επιδημιολογίας και της δημόσιας υγείας. Δηλαδή ανάμεσα σε μια μονοτεχνική προσέγγιση και μια σύνθετη πολιτική διαχείριση των παραγόντων κινδύνου για την υγεία.
Σε κάθε περίπτωση, η δημόσια υγεία και η υγειονομική ασφάλεια είναι τα πρώτα διδάγματα που πρέπει να κρατηθούν ώστε να αναδειχθούν σε προτεραιότητες της εθνικής πολιτικής υγείας. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αποφάσεις έχουν πάντα πολιτικό χαρακτήρα, με την υποστήριξη της επιστημονικής τεκμηρίωσης που δεν σχετίζεται αναγκαστικά με τη ρητορική των επιστημονικών εκφάνσεων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Είναι προφανές ότι χρειάζονται μείζονες αλλαγές στην κοινωνία και την οικονομία, που θα κινητοποιήσουν μεταβολές στην εθνική και την παγκόσμια πολιτική αρχιτεκτονική.
Στο πλαίσιο αυτό, το κύριο ζήτημα είναι η προστασία των δημοσίων αγαθών όπως κυρίως είναι η δημόσια υγεία ως «παγκόσμιο δημόσιο αγαθό» και συνεπώς, είναι επιτρεπτή και αναγκαία η λήψη έκτακτων και περιοριστικών μέτρων για την προστασία υπέρτερων αγαθών όπως είναι η υγεία.
Παρά ταύτα, ευλόγως εγείρονται ερωτήματα για το εύρος και τον χαρακτήρα των απαγορεύσεων και των περιορισμών που επιβάλλονται. Σε πολλές περιπτώσεις τα θέματα αυτά σχετίζονται με τα κρίσιμα ζητήματα της βιοηθικής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, η απουσία προτεραιοποίησης των επιλογών και η δυσκολία ανεύρεσης του σημείου ισορροπίας ανάμεσα στην υγεία και την οικονομία έχει ως αποτέλεσμα την κάμψη των επιδόσεων και τα μείζονα προβλήματα εμπιστοσύνης που αναδύονται από το κοινό προς τις δημόσιες αρχές.
Ωστόσο τα κρίσιμα αυτά ζητήματα δεν σχετίζονται με τις δυνατότητες της κλινικής ιατρικής να αντιμετωπίσουν την πανδημία, αλλά με την κατανόηση ότι το κύριο πρόβλημα είναι οι απαντήσεις που μπορεί να δοθούν από την πλευρά της δημόσιας υγείας. Η διάκριση των εννοιών της δημόσιας υγείας και της ιατρικής περίθαλψης δεν είναι ένα θέμα ορολογίας αλλά έχει πρακτική σημασία, ώστε να αποφευχθεί η σύγχυση και η εξ αυτής κόπωση που ελλοχεύουν στην παρούσα συγκυρία στην άσκηση των πολιτικών δημόσιας υγείας. Το πρόβλημα της πανδημίας είναι πρόβλημα δημόσιας υγείας και στον βαθμό που αυτό είναι κατανοητό μπορεί να βελτιώσει τις πολιτικές ελέγχου και διαχείρισης της πανδημίας. Δεδομένου ότι τα πλήγματα της πανδημικής κρίσης προκαλούν για πρώτη φορά πτώση των δεικτών ανθρώπινης ανάπτυξης και ευημερίας και διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγεία που λαμβάνουν πλέον εκρηκτικές διαστάσεις. Η υγεία έχει διττή υπόσταση: είναι ένας από τους βασικούς στόχους της ανάπτυξης αλλά ταυτόχρονα και ένα προαπαιτούμενο για την επίτευξη των υπόλοιπων στόχων της ανάπτυξης που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Με την έννοια αυτή, είναι προφανές ότι στην παρούσα συγκυρία η χώρα χρειάζεται, ως επείγουσα αναγκαιότητα, την ανασυγκρότηση των υπηρεσιών δημόσιας υγείας σε μια «ενιαία και συγκροτημένη κρατική υπηρεσία δημόσιας υγείας». Η οποία εκτείνεται από την κεντρική διοίκηση στην περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση και βασίζεται σε ένα καλά εκπαιδευμένο «σώμα λειτουργών δημόσιας υγείας» διεπιστημονικής σύνθεσης και διατομεακού προσανατολισμού. Ασφαλώς το σχήμα οφείλει να συνδέεται με τη μοναδική σχολή δημόσιας υγείας (ως καθολικού διαδόχου της ιστορικής ΕΣΔΥ) που βρίσκεται στο ΠαΔΑ, και έναν «επιστημονικοποιημένο» ΕΟΔΥ, με τα Περιφερειακά Εργαστήρια Δημόσιας Υγείας ως κύριους φορείς επιδημιολογικής επιτήρησης και ελέγχου των νοσημάτων. Δηλαδή πρόκειται για την ενεργοποίηση ενός υπαρκτού «Δικτύου Δημόσιας Υγείας», με ένδοξο ιστορικό που απαραδέκτως εκτρέπεται και σχολάζει με ευθύνη της κεντρικής διοίκησης. Η επισήμανση αυτή αναφέρεται στη δημόσια υγεία και είναι απολύτως διακριτή από το κρατικό σύστημα ιατρικής περίθαλψης, το ΕΣΥ, που είναι πρόβλημα άλλης τάξης. Η σύγχυση στους όρους που ενδημεί στην πολιτική συζήτηση ανάμεσα στη δημόσια υγεία και την ιατρική περίθαλψη είναι ίσως μη αθώα και ενδεχομένως να επιτείνει τα φαινόμενα αναποτελεσματικότητας.
Εχει επίσης επισημανθεί, ότι φαινόμενα δεξιού και αριστερού λαϊκισμού με αφορμή την πανδημική κρίση επιχειρούν με υπέρμετρες παρεμβάσεις την άρνηση και υποτίμηση του κινδύνου ή τον περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων και τη συρρίκνωση των θεσμικών εγγυήσεων, πράγμα που θέτει εμπόδια και φραγμούς στο «κλείσιμο» αυτής της περιπέτειας. Εξάλλου «το μοναδικό όπλο για την αντιμετώπιση του λοιμού είναι η εντιμότητα» όπως αναφέρεται από τον Αλμπέρ Καμύ το 1947, στην «Πανούκλα». Είναι αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η χώρα, δηλαδή η πολιτική εντιμότητα και η επιστημονική ακεραιότητα. Ωστε ενωμένη να αντιμετωπίσει το διπλό και παρατεταμένο κίνδυνο στην υγεία και την οικονομία. Αυτή δεν είναι μια συζήτηση μικρολογίας είναι μια απάντηση πολιτικής.
Ο Γιάννης Κυριόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικών
της Υγείας (ΕΣΔΥ), πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας