Εζησε – και εν πολλοίς – καθόρισε την εποχή που ελληνικό τραγούδι σήμαινε «δισκογραφική βιομηχανία». Τότε που οι εταιρείες διαμόρφωναν το κοινό γούστο, επέβαλαν όρους συμβολαίων, τραγουδιστές-σταρ και τη συνακόλουθη αισθητική στη διασκέδαση. Και ήταν ένας από τους κορυφαίους του χώρου. Ο Τάκης Λαμπρόπουλος, που έφυγε από τη ζωή προχθές σε ηλικία 91 ετών, άλλαξε, ως διευθυντής της ιστορικής Columbia, τον χάρτη της ελληνικής μουσικής. Προσκάλεσε καταρχάς στην εταιρεία του τους κορυφαίους έλληνες ποιητές (Ρίτσο, Ελύτη, Σεφέρη, Αναγνωστάκη, Γκάτσο) και νέους μουσικούς, όπως τους Μίκη Θεοδωράκη, Μάνο Χατζιδάκι, Σταύρο Ξαρχάκο. Από αυτές τις συνεργασίες, για παράδειγμα, προέκυψε το «Αξιον εστί» (1964) και ο «Μεγάλος ερωτικός» (1972). Διόρισε τον Μανώλη Χιώτη συντονιστή-διευθυντή των ηχογραφήσεων και έδωσε ευκαιρίες σε φωνές, όπως της Βίκυς Μοσχολιού, του Μανώλη Αγγελόπουλου, του Στράτου Διονυσίου, της Γιώτας Λύδια, της Μαρίας Φαραντούρη, της Δήμητρας Γαλάνη, του Νίκου Ξυλούρη. Δικό του και το «άνοιγμα» στις ηχογραφήσεις ηθοποιών: Βουγιουκλάκη, Λαμπέτη, Χορν, Μελίνα. Καθιέρωσε τα ημίωρα των δισκογραφικών εταιρειών στο ραδιόφωνο και επέβαλε ως σήμα της Columbia την εισαγωγή της «Συννεφιασμένης Κυριακής» του Βασίλη Τσιτσάνη. Επέβαλε τη σειρά «πρώτη εκτέλεση» σε όλους τους συνθέτες, διαφυλάσσοντας το κύρος των πρώτων εκτελέσεων και επανέφερε στο προσκήνιο το ρεμπέτικο τραγούδι, με τους Μπιθικώτση, Πάνου, Γαβαλά, Λύδια. Σήμα κατατεθέν, εξάλλου, για την αισθητική της Columbia ήταν τα εξώφυλλα δίσκων, όπου πέρασαν σταδιακά οι εικαστικές δημιουργίες μεγάλων ζωγράφων: Τσαρούχη, Μόραλη, Εγγονόπουλου, Μποστ, Αργυράκη.







