Ενα φάντασμα πλανιέται, ο όχλος
Πώς οι αγωνίες της φιλελεύθερης κοινωνίας για την άνοδο του εξτρεμισμού πέρασαν στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο – με αφορμή το «Δεν γίνονται αυτά εδώ» του Σίνκλερ Λιούις

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ηταν από τους τίτλους των ημερών, που ακούστηκε μετά την έφοδο των «αμερικανόψυχων» στο Καπιτώλιο: «Δεν γίνονται αυτά εδώ» (1935) του πρώτου αμερικανού νομπελίστα Λογοτεχνίας Σίνκλερ Λιούις. Στο μυθιστόρημα του σατιρογράφου - εδώ η «ετικέτα» έχει τη σημασία της -, πρόεδρος εκλέγεται ο Μπερζέλιους Γουίντριπ, ένας αθεράπευτος λαοπλάνος και φιλοναζί, που εμπνέεται από τον Χίτλερ. «Η μόνη μου φιλοδοξία είναι να κάνω τους Αμερικανούς να αντιληφθούν ότι αποτελούν, και οφείλουν να συνεχίσουν να αποτελούν, τη σπουδαιότερη Φυλή στην υφήλιο... Οποιες κι αν είναι οι Διαφορές μεταξύ μας, σε πλούτο, γνώσεις, ικανότητες, καταγωγή ή δύναμη - πράγμα που ωστόσο δεν ισχύει για όσους είναι φυλετικά διαφορετικοί από εμάς -, είμαστε όλοι αδέλφια» (μετάφραση Νίκου Μάντη, εκδ. Καστανιώτη, 2016). Ο γερουσιαστής εμφανίζεται σαν τον Μεσσία για την «Αμερική της επαρχιακής κωμόπολης», τους σταυροφόρους της ρατσιστικής θεωρίας, τους σωβινιστές που θέλουν μια απρόσιτη, περίκλειστη και αμόλυντη πατρίδα. Σύμμαχός του είναι η κοινωνική μνησικακία, η Κου Κλουξ Κλαν και η «Λεγεώνα των Ξεχασμένων Ανθρώπων», που προειδοποιεί διαρκώς τους πολιτικούς: «έχουμε σιχαθεί να είμαστε οι καταφρονεμένοι... είμαστε πλέον πάνω από πενήντα εκατομμύρια· δεν είμαστε καμιά κλαψιάρικη ορδή, αλλά, τουναντίον, έχουμε τη θέληση, τη φωνή και την ψήφο ώστε να επιβάλουμε την κυριαρχία μας! έχουμε ενημερώσει έναν προς έναν τους πολιτικούς ότι απαιτούμε - ότι απαιτούμε - συγκεκριμένα μέτρα και δεν πρόκειται να ανεχθούμε άλλες καθυστερήσεις». Στα μάτια του αντιφρονούντος εκδότη Ντορέμους Τζέσαπ: «ο γερουσιαστής ήταν χυδαίος, σχεδόν αναλφάβητος, ένας δημόσιος τσαρλατάνος που εύκολα θα μπορούσε να ξεσκεπαστεί, και οι "ιδέες" του ηλίθιες... Διέθετε κάθε προκατάληψη και φιλοδοξία του Αμερικανού Μέσου Ανθρώπου...».
Ναζιστικός κίνδυνος στις ΗΠΑ του 1935 δεν υπήρχε. Ούτε χρειάζεται να διαβάσει κανείς το μυθιστόρημα σαν πατρόν για ομοιότητες με πρόσωπα και καταστάσεις της τραμπικής περιόδου. Ή να τραβήξει το νήμα από την Ουάσιγκτον του Ρούζβελτ στο «παρανοειδές» ύφος της τελευταίας πενταετίας. Αλλά ένας από τους στόχους του Σ. Λιούις, όπως και άλλων συγγραφέων της περιόδου, ήταν ακριβώς αυτό: η παράνοια.
Ο Γουίντριπ - και αυτό που εκπροσωπεί - είναι η κλειστή καταπακτή του αμερικανικού ασυνειδήτου. Οι ανέλεγκτες δυνάμεις που μπορούν να ξεπεράσουν τη μεθόριο της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Το εφιαλτικό σενάριο - το πλήθος που δεν εμπιστεύεται την εκπροσώπησή του ούτε δεσμεύεται από την ιερή διάκριση των εξουσιών - είναι μια αγωνία του φιλελευθερισμού ακριβώς στις δεκαετίες του Μεσοπολέμου, όταν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι έρπουν προς την εξουσία. Ο λαϊκιστής δημαγωγός που κλείνει τα μάτια με υποσχέσεις ευημερίας για να φέρει τον αυταρχισμό από την πίσω πόρτα γίνεται βασικό μοτίβο στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Στο αριστουργηματικό «Ολοι οι άνθρωποι του βασιλιά» (1934) του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν (εκδ. Πόλις, 2020, μτφ. Αθηνά Δημητριάδου) ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας Γουίλι Σταρκ αντλεί έμπνευση από τον λαοπρόβλητο κυβερνήτη της Λουιζιάνα Χιου Λονγκ (1893-1935), ο οποίος συγκινούσε τα πλήθη με το σύνθημα «Μοιράστε τον πλούτο». Ο Λονγκ θεωρείται πλέον το αντιπαράδειγμα και στο βιβλίο του Σίνκλερ Λιούις.
Ο Φίλιπ Ροθ
Αυτό που επίσης δεν συνέβη στις ΗΠΑ του Ρούζβελτ ήταν να εκλεγεί πρόεδρος ο ήρωας της αεροπορίας Τσαρλς Λίντμπεργκ. Ο τελευταίος γίνεται ο φιλοναζί απόλυτος άρχων, που εκτελεί εντολές από το Βερολίνο, μόνο στη «Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής» του Φίλιπ Ροθ (Πόλις, 2007, μτφ. Ηλίας Μαγκλίνης, επιμέλεια Αχιλλέας Κυριακίδης), από τις καλύτερες διασκευές σε τηλεοπτική σειρά το 2020 (ΗΒΟ). Οταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, το 2004, ο πιο προφανής αυτοματισμός ήταν οι αναλογίες με τη διακυβέρνηση του Τζορτζ Γ. Μπους. Ο συγγραφέας προφανώς και απέκλεισε την ανάγνωση του μυθιστορήματος σαν «αντικλείδι» με το οποίο ανοίγει ο «κώδικας Λευκός Οίκος». Την ίδια στιγμή δεν έμενε ασυγκίνητος απέναντι σε μια παράδοση που εξέφραζε τις βαθύτερες ανησυχίες για τον «εκτροχιασμό» του κοινωνικού συμβολαίου. Διόλου τυχαία στο «Αμερικανικό ειδύλλιο» (1997) ο πατέρας του ήρωα παρακολουθώντας την εξέλιξη του σκανδάλου Γουοτεργκέιτ στην τηλεόραση παρατηρεί για τον κύκλο εξουσίας του Ρίτσαρντ Νίξον:
«Αυτοί οι λεγόμενοι πατριώτες... θέλανε να πάρουν τη χώρα και να την κάνουν ναζιστική Γερμανία. Εχεις διαβάσει το βιβλίο "Αυτό δεν μπορεί να συμβεί εδώ"; Καταπληκτικό βιβλίο, ξεχνάω το συγγραφέα, αλλά η ιδέα δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρη. Αυτοί οι άνθρωποι μας έφεραν στο χείλος της καταστροφής» (μτφ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Πόλις, 2013).
Πίσω από την αλληγορία του Ροθ κρυβόταν μια «συνωμοσία» πιο βασανιστική: εκείνη που στρέφεται εναντίον της ίδιας της δημοκρατίας απειλώντας να ακυρώσει την εξίσωση που είδε από τους πρώτους ο Τοκβίλ: ελευθερία ατόμου και ισότητα πολιτών. Η υπονόμευση δουλεύει σαν το σαράκι, μοιάζει να υπονοεί ο συγγραφέας: στην αρχή ακόμη και οι ευαίσθητοι δέκτες δεν τη συνειδητοποιούν. Και όσοι μιλούν για «σχέδιο» απορρίπτονται σαν παράφρονες.
Με μια διαφορετική οπτική, εκείνη του δυστοπικού μυθιστορήματος, η Μάργκαρετ Ατγουντ είχε ενσωματώσει τις φοβίες της φιλελεύθερης κοινότητας στην «Ιστορία μιας θεραπαινίδας» (εκδ. Ψυχογιός, μτφ. Αύγουστος Κορτώ, 2018). Στη «Δημοκρατία του Γαλαάδ», ως γνωστόν, μια αυταρχική κοινωνία που κάποτε ανήκε στις ΗΠΑ, οι γυναίκες έχουν απολέσει κάθε δικαίωμα και αντιμετωπίζονται ως μηχανές αναπαραγωγής. Ο κυβερνήτης και η διοίκησή του εφαρμόζουν με θρησκευτική ευλάβεια αποσπάσματα της Βίβλου και αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως ιδιοκτησία του κράτους. Σε μία από τις αναμνήσεις της, η ανώνυμη αφηγήτρια («του Φρεντ», όπως δηλώνεται) περιγράφει τις σκηνές χάους κατά την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης: «Εισέβαλαν με πολυβόλα στο Κογκρέσο κι ο στρατός κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Είχαν επιρρίψει την ευθύνη σε φανατικούς ισλαμιστές, σ' εκείνη τη φάση... Τότε ήταν που ήρθη το Σύνταγμα. Είπαν ότι το μέτρο θα ήταν προσωρινό... Η κατάσταση παρέμεινε έτσι μετέωρη επί εβδομάδες ολόκληρες, αν και συνέβησαν ορισμένα πράγματα. Οι εφημερίδες λογοκρίθηκαν κι ορισμένες έκλεισαν τελείως, για λόγους ασφαλείας, έλεγαν. Τα πρώτα οδοφράγματα άρχισαν να εμφανίζονται, καθώς και οι πρώτες ταυτότητες - πάσα». Ο πολιτισμικός πεσιμισμός της καναδής μυθιστοριογράφου γέννησε και την αντίστοιχη «εικονογράφηση» στην τηλεοπτική σειρά της Hulu, με τις ερυθροφορεμένες γυναίκες να προσεύχονται στο Μνημείο του Ουάσιγκτον. Ο οβελίσκος έχει μετατραπεί σε σταυρό - η επιθετική αρχιτεκτονική του οποίου φαίνεται από τις κοφτερές απολήξεις του -, ενώ η αφηγήτρια δίνει το πρόσταγμα αφού υποκλίνεται βουβά στο κατεστραμμένο άγαλμα του Λίνκολν.
Η ψυχολογία των μαζών
Η εικονογράφηση του πλήθους και της αγέλης θα αποδειχθεί καίριο μοτίβο για τις προθέσεις της ποπ κουλτούρας την τελευταία εικοσαετία. Ανεξάρτητα από τη σκηνοθετική μεθόδευση του Τοντ Φίλιπς, ο «Joker» αντλεί τον τελικό λόγο ύπαρξης απ' το χάος του όχλου. Οι μάζες υποδέχονται έναν κλόουν που μετουσιώνεται σε Μεσσία μόλις εμβαπτιστεί στο τηλεθέαμα. Το «Σκοτεινός ιππότης: η επιστροφή» του Κρίστοφερ Νόλαν (2012), από την άλλη, δεν είναι μια ταινία που απαντά στο κίνημα Occupy Wall Street, παρόλο που τα μέλη του ακολουθούν τον Bane στην απόπειρα κατάλυσης της δημοκρατίας. Είναι μια ταινία - και πάλι - για τον «φιλελευθερισμό του φόβου», αν επιστρέψουμε στο κλασικό δοκίμιο της Judith Shklar («The liberalism of fear»). Αυτό είναι το ηθικό θεμέλιο της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων. Ο φόβος για την ασυγκράτητη δύναμη που μπορεί να αποκτήσουν κυβερνήτες ή κυβερνώμενοι και η ανάγκη για ένα σύστημα που θα ελέγχει και τους δύο. Με δικά της λόγια: «όταν σκεφτόμαστε πολιτικά, φοβόμαστε όχι μόνο για τους εαυτούς μας, αλλά και για τους συμπολίτες μας. Φοβόμαστε για μια κοινότητα έμφοβων ανθρώπων».
Στον τίτλο του Σίνκλερ Λιούις, τελικά, το πιο ενδιαφέρον σημείο ήταν πάντα η αντωνυμία. Δεν γίνονται «αυτά», αλλά ποια; Η άνοδος του φασισμού; Σε μια διασταλτική ερμηνεία, την οποία ο τίτλος μάλλον ζητούσε απ' την αρχή, η απειλή σήμαινε περισσότερα όσο κρυβόταν. Ανάμεσά τους, η συλλογική απάθεια που γεννούσε η άγνοια. Και ένα πλήθος που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στο άχθος της συμμετοχικής δημοκρατίας: την ευθύνη της προσωπικής κρίσης.
