Ο πολιτικός και κοινωνικός ακτιβισμός δεν μπορεί παρά να είναι καλοδεχούμενος σε κάθε δημοκρατία. Ακόμη περισσότερο, είναι ένα ζητούμενο. Και είναι ζητούμενο επειδή, όπως είναι γνωστό, τα κινήματα που δραστηριοποιήθηκαν πολιτικά και κοινωνικά συνόδευαν τη δράση τους από φιλοπρόοδα αιτήματα, ανάμεσα στα οποία ήταν η αναγνώριση σειράς ατομικών δικαιωμάτων, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη διεύρυνση της δημοκρατίας.

Στη χώρα μας ωστόσο συμβαίνει κάτι παράδοξο. Οχι μόνο δραστηριοποιούνται οργανώσεις που αρνούνται την αστική δημοκρατία, αλλά επιπλέον επιζητούν και την πλήρη ανοχή της. Δραστηριοποιούνται σαν να είναι δημοκρατικό τους δικαίωμα η βία, η βαναυσότητα, οι εισβολές ή οι απειλές και όχι πράξεις που σε ένα δημοκρατικό καθεστώς έχουν συνέπειες και τιμωρούνται.

Απέναντι σε τέτοιες πράξεις η δημοκρατία μας ήταν, από την πλήρη αποκατάστασή της και μετά, αρκούντως γενναιόδωρη. Φαίνεται όμως πως η γενναιοδωρία αυτή εκλήφθηκε ως αδυναμία. Το αποτέλεσμα είναι ένας αντιδημοκρατικός και ασύδοτος ακτιβισμός που δεν διαφέρει σε τίποτε από τη φασιστική πρακτική.

Απέναντι σε αυτόν τον εκφασισμό του ακτιβισμού η δημοκρατία οφείλει να αντιδράσει. Ενα από τα όπλα της είναι η αυστηροποποίηση των ποινών. Πολύ σωστά, επομένως, όπως αποκαλύπτει το «Στίγμα», η κυβέρνηση προσανατολίζεται στη μετατροπή σειράς αξιόποινων πράξεων από πλημμεληματικές σε κακουργηματικές. Το καθεστώς ατιμωρησίας και οι κράτος εν κράτει συμπεριφορές είναι αποστήματα που επιτέλους πρέπει να σπάσουν. Μια δημοκρατία δεν χρειάζεται να εξαντλεί τα όρια της αυστηρότητάς της. Απέναντι στα αποστήματα ωστόσο οφείλει να παραμένει αδιαπραγμάτευτη ως προς την προστασία της ζωής και την τήρηση των νόμων.