Κοιτάζει το ρολόι του ο Γιώργης ο Μπρέντας – κοντεύει έντεκα. Σε μια ώρα και κάτι θα είναι Πρωτοχρονιά. Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει. Εξω, στις δυο πλαγιές λαμπυρίζει το ορεινό χωριό σαν φωτισμένο ποταμόπλοιο που εξώκειλε σε βουνό. Το καθισμένο χιόνι αρκετό, αλλά όχι πολύ, απαλύνει κάπως με τις λευκές – γαλαζωπές καμπύλες του το απαρήγορο του τόπου. Η νύχτα είναι αυστηρή με κρύο σκληρό – αυτός έχει φορέσει μια μαλέτα με κατσούλα, δηλαδή κάπα από γίδινο μαλλί, με κουκούλα. Ζεστή και αδιάβροχη. Παίρνει κι ένα ματσούκι από χάμω, ένα κομμάτι ξύλο για να τον στηρίζει στο περπάτημα. Εχει περάσει τα εξήντα, δυσκολεύεται, κι είναι από τους λίγους που ξέμειναν εδώ δουλεύοντας ως γραμματέας στην κοινότητα. Οι γονείς του έχουν φύγει από χρόνια και ζει, πια, μόνος του στο παλιό πατρικό σπίτι. Δεν παντρεύτηκε – δύσκολος κι αταίριαστος άνθρωπος. Μοναχικός.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ