Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Αναρωτιέται κανείς αν άξιζε τον κόπο να διατεθούν χίλιες σελίδες (για την ακρίβεια 928) για να συκοφαντηθεί μια λέξη όπως η λέξη «εσώψυχα», καθώς αποτελεί τον τίτλο ενός βιβλίου που εκδόθηκε πρόσφατα («Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου»). Τι είδους «εσώψυχα» μπορεί να είναι αυτά όταν ο καθένας που διαβάζει τη σχετική λέξη φαντάζεται μια εκ βαθέων εξομολόγηση για μια περιπέτεια υπαρξιακής, ηθικής ή έστω καλλιτεχνικής τάξεως, και βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα κουτσομπολιό, μια ξεσυνέρια και μια ασέβεια αδιανόητη για οποιονδήποτε, όχι μόνο ποιητή, αλλά και για ένα συνειδητά διεστραμμένο άτομο που ηδονίζεται δίκην μια δήθεν καταγγελίας να ανακινεί ένα κατασκευασμένο από τον ίδιο έλος.
Οταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος «εξομολογούνταν» στην επιμελήτρια του τόμου όσα με πρωτοφανή ζήλο καταγράφονται ως πεμπτουσία μιας ζωής, που ο κάθε στοιχειωδώς ευαίσθητος άνθρωπος θα ευχόταν να μην την είχε αξιωθεί, δεν ήταν έστω ένας «οργισμένος» μεσόκοπος. Ηταν ένας άνθρωπος γύρω στα εβδομήντα πέντε του χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι θα μπορούσε να έχει φύγει από τη ζωή, χωρίς να έχει προλάβει να εκβάλει δίκην εμέτου το καταστάλαγμα της ζωής του, και το κυριότερο να μην έχει θέσει υπό αμφισβήτηση την ποιητική του ιδιότητα, αφού, αν η τελευταία ήταν πηγαία και ειλικρινής, θα είχε αξιωθεί μια τελείως διαφορετική πείρα ακόμη και στο επίπεδο των σχέσεων και των συναναστροφών - όχι μόνο όσα θα είχε ο ίδιος συνειδητά κατακτήσει μέσα του.
Το κυριότερο όμως αμάρτημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όσο και αν είναι πιθανόν να το μοιράζεται με την επιμελήτρια του τόμου, είναι πως μια εντελώς αδικαιολόγητα αμφισβητούμενη σε σχέση με πολλούς συντεχνία, όπως είναι η λογοτεχνική, την παραδίδει στη χλεύη - τουλάχιστον αυτή είναι η πρόθεσή του - και επιδιώκει να συστήσει φυσιογνωμίες όπως του Γιάννη Ρίτσου, του Γ.Θ. Βαφόπουλου, του Γ.Π. Σαββίδη, του Γιώργου Σεφέρη, του Δ.Ν. Μαρωνίτη, του Δ.Ν. Τριανταφυλλόπουλου με έναν τρόπο που ουδεμία σχέση έχει με το πραγματοποιημένο έργο τους. Εντελώς αδικαιολόγητα, ή μάλλον, για να ακριβολογήσουμε, απολύτως πρόστυχα, παρακάμπτει ένα έργο που, όσο και αν αποτελεί αντικείμενο κρίσης, δεν παύει να μετράει ως το τελικό αποτύπωμα της ζωής ενός ανθρώπου και αναλώνεται σε κρίσεις για ιδιωτικές συμπεριφορές (για παράδειγμα, ότι η δεύτερη σύζυγος του ποιητή Γ.Θ. Βαφόπουλου τον «ξέχεζε» παρουσία του Χριστιανόπουλου), χωρίς να υπολογίζει πως δεν υπάρχει πια άνθρωπος, και πολύ περισσότερο ανάμεσα σε όσους θεωρητικά τουλάχιστον απευθύνεται ο ίδιος, που να συσχετίζει «κουτά» και να μπερδεύει τα κυριολεκτικώς υποθετικά άπλυτα με την «Τέταρτη διάσταση» του Γιάννη Ρίτσου, την «Κίχλη» του Γιώργου Σεφέρη ή την ασυναγώνιστη δουλειά πάνω στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου.
Οσο και αν ο πνευματικός ή ποιητικός χώρος δεν μπορεί να είναι ένας τυπικά ευνοούμενος χώρος, αφού κάτι τέτοιο θα αντέβαινε σε μια συστατική προϋπόθεση της λειτουργίας του, τα «Εσώψυχα» του Ντίνου Χριστιανόπουλου έχουν κυρίως να κάνουν με την πραμάτεια ενός άσχετου και κακοηθέστατου γυρολόγου.