Εχετε ζήσει κάτι εφιαλτικό που ακόμη σας κυνηγά.
Ταξιδεύαμε από την Αλεξάνδρεια για τον Πειραιά με το πλοίο «Αγαμέμνων» και πέσαμε στην περίφημη Φαλκονέρα, σε μια τρομερή θαλασσοταραχή! Νόμιζα ότι θα ήταν το τέλος μου - όχι μόνο το δικό μου. Ηταν απίστευτες οι εικόνες που έζησα και τότε ήμουν παιδί. Αυτό το ακραίο σημείο στο οποίο έφτασα, πολλές φορές με σώζει. Οταν έρχονται φόβοι και απειλές στη ζωή μου, ανακαλώ πάντα αυτό το πρότυπο - ας το πούμε έτσι - για να τους ξεπερνάω. Είναι ένα βίωμα ενός πολύ ακραίου κινδύνου που ταυτόχρονα μου δημιούργησε μια αίσθηση ότι υπάρχει πάντα ένα φως. Οπως το περιγράφει και ο στίχος του Σολωμού: «Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο». Σκέφτομαι ότι ενδεχομένως να εισχώρησε μάλιστα στη μουσική και στις επιλογές μου γενικότερα.
Και η είσοδός σας στη δισκογραφία; Αναφέρομαι στην ιστορία του τραγουδιού που γράψατε ως απάντηση στον Μανώλη Ρασούλη, ο οποίος σας έλεγε ότι είστε για να διαβάζετε Προυστ και να πίνετε νεσκαφέ.
Η «Τρελή και αδέσποτη» γράφτηκε ένα βράδυ. Είναι ένα κομβικό σημείο στη ζωή μου σαφώς. Αλλά το σημαντικό είναι ότι ανακάλυψα μια δυνατότητα που είχα. Πήρε μια μορφή μέσα από αυτό το τραγούδι. Αλλά σίγουρα δεν έσωσε αυτήν τη ζωή μου.
Είχατε γράψει και τη «Ρωγμή
του χρόνου» πριν από αυτό.
Βέβαια, και άλλα δύο τραγούδια. Αλλά και άλλα που με «υποψίασαν». Για παράδειγμα, εκείνη την εποχή που ζούσα μέσα στον ζόφο και στην απόγνωση για το τι θα κάνω σε αυτήν τη ζωή, αυτοσχεδίαζα ώρες κάνοντας τον ρομαντικό συνθέτη. Νόμιζα ότι ήμουν ο Λιστ, ο Σοπέν. Εμενα στον Λυκαβηττό, τότε άνοιγα τα παράθυρα και μόλις άρχιζε να βρέχει και να βροντά καθόμουν στο πιάνο και αισθανόμουν βασιλιάς. Τώρα που τα φέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι ότι Λιστ με έλεγε η γειτόνισσά μου η Ευγενία, μια Μικρασιάτισσα. Κάθε φορά που με έβλεπε μου έλεγε: «Αχ, κύριε Ξυδάκη, είστε σαν τον Λιστ». Καμία σχέση. Είχα ροκ εμφάνιση - μακριά μαλλιά κ.λπ. -, έχοντας ελάχιστη σχέση με το ροκ βέβαια.
Δεν μου είπατε τα τραγούδια που είχατε γράψει.
Α, ναι. Τα είχα δώσει στον Ηλία Λιούγκο - τα τραγουδούσε στο κέντρο όπου εμφανιζόταν - και το θέμα που με απασχολούσε τότε και το κατέγραφα ήταν τι θάνατο θα βρω. Ελεγαν οι στίχοι: «Κόκκινό μου αστέρι / πώς σε καρτερώ / κανείς δεν ξέρει τι θάνατο θα βρω». Ερχόταν ο Ηλίας σπίτι και μου έλεγε ότι τον ρωτούσαν ποιος είχε γράψει το τραγούδι. Του είχα απαγορεύσει ν' αποκαλύπτει το όνομα, αλλά μου έφερνε αυτά τα ελπιδοφόρα μηνύματα ότι κάτι γίνεται.
Η προέκταση κάτι τέτοιων πραγμάτων ήταν η συνάντησή σας με τον Μανώλη Ρασούλη.
Σε μια εποχή που πρέπει να πούμε ότι ήταν ιδιαζόντως πολιτικοποιημένη. Ολοι ήταν τροτσκιστές, μαοϊκοί, ακολουθούσαν κάποιο ρεύμα τέλος πάντων. Κι εγώ στη μέση σαν τη φοινικιά. Τότε διαβάζανε όλοι και τα αντίστοιχα βιβλία. Επαιρνα κι εγώ - Χέγκελ, Μαρξ, Τρότσκι -, αλλά δεν μπορούσα να τα διαβάζω. Τα αγόραζα για να καμουφλαριστώ και τα άλλα τα υπαρξιακά που με ενδιέφεραν - Σαρτρ, Προυστ και πολλή λογοτεχνία - τα έκρυβα. Πήγαινα σε ένα κατάστημα χαρτικών στην Κλαυθμώνος, αγόραζα μαύρο βελούδο και τα έντυνα. Τα έχω ακόμη αυτά τα βιβλία για να μην τα βλέπουν. Ο Ρασούλης επειδή με ζούσε και τα έβλεπε όλα αυτά, με κατηγορούσε, όπως είπαμε, άλλοτε αγαπητικά, άλλοτε με ένταση. Κάποια στιγμή που μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να κάνει το απονενοημένο διάβημα και να πηδήσει από κανένα μπαλκόνι, του έγραψα αυτό το τσιφτετέλι και αποκαταστάθηκε η σχέση μας. Ο μικρός τσακωμός που είχαμε εκείνη τη στιγμή. Κάθισε εκείνη τη στιγμή στην άκρη στο γραφειάκι και έγραψε τους στίχους. Σε τρεις ημέρες είχαμε τελειώσει την «Εκδίκηση της γυφτιάς» και ήταν όντως μια ανακάλυψη αυτή η συγκεκριμένη φλέβα.
Σας καθόρισε αυτή η δουλειά.
Σαφώς, αλλά δεν είμαι μόνο αυτό. Είμαι πιο σύνθετος. Εμπεριέχω πολλές πλευρές, όπως βέβαια πολλοί άνθρωποι. Η εύκολη ανάγνωση στην πορεία μου είναι να τοποθετήσει κανείς την «Εκδίκηση της γυφτιάς» ως τον ακρογωνιαίο λίθο της διαδρομής μου. Ομως δεν υπήρξε η σωτήρια κατάσταση, το σημείο δηλαδή που άλλαξε τη ζωή μου.
Ποιο ήταν αυτό;
Οταν σε μια κρίσιμη στιγμή είπα ότι τόσο η «Εκδίκηση» όσο και τα «Δήθεν» που ακολούθησαν είναι μία ακόμη πτυχή του εαυτού μου. Σταμάτησα να γράφω μουσική, για τρία χρόνια έφυγα. Δεν θα ήθελα να ταυτιστώ με κάποιον ο οποίος, βασιζόμενος σε αυτή την επιτυχία, θα επαναλάμβανε - όπως ήταν η παρότρυνση όλου του περιβάλλοντος - αυτήν τη συνταγή και αυτό το μοντέλο. Πιστεύω ότι ήταν λυτρωτική αυτή η αποκοπή από τα μουσικά πράγματα. Με έσωσε πραγματικά.
Σας έδειξε τι ακριβώς θέλετε να κάνετε αυτή η απόσταση;
Εκανα κάτι που ήθελα βαθύτερα. Μπορεί να ήταν ευχή και κατάρα, αλλά γνωρίζω ότι αν συνέχιζα να γράφω τραγούδια σαν την «Τρελή και αδέσποτη» θα ήμουν στενοχωρημένος. Ηταν κάτι που είχε όρια.
Σας φόβισε η διείσδυση στη λαϊκότητά σας;
Καθόλου. Τη στιγμή που έγραφα αυτούς τους δίσκους μελετούσα τους κλασικούς συνθέτες. Ισως βαθιά μέσα μου να πίστευα ότι θα γινόμουν ένας κλασικός συνθέτης, αλλά την ίδια στιγμή έγραψα ένα τσιφτετέλι. Είχε ένα ενδιαφέρον όλο αυτό γιατί είχε μια ανατροπή και διαπίστωνα ότι ήταν κάτι που εμπεριείχα. Από τα βιώματά μου στην Αίγυπτο; Ισως. Ομως επιδιώκεις να δραπετεύσεις από τα οικεία σου πράγματα και θες να επιστρέψεις εκεί, αλλά διαφορετικά.
Μια γόνιμη και παραγωγική παρατήρηση ή εξήγηση πάνω σε αυτές τις αντιθέσεις που σας συνθέτουν ποια θα ήταν;
Η «Εκδίκηση» έχει υμνηθεί και έχει αναλυθεί πολλές φορές. Ομως ποτέ δεν είδα γραμμένο ότι πίσω από αυτόν τον δίσκο δεν βρίσκονται ακριβώς τα τραγούδια που βγαίνουν από το ηχητικό περιβάλλον του '50 ή του '60, παρά μόνο φαινομενικά. Εγώ το ξέρω ως μουσικός και το έχω αξιοποιήσει με έναν τρόπο. Οσες φορές έχω επιχειρήσει να «κολλήσω» σε ένα πρόγραμμα τραγούδια ίδιου ύφους, το αίσθημα είναι τελείως διαφορετικό. Αντιθέτως, ταιριάζουν απόλυτα με οργανική μουσική της Ανατολής και κυρίως της ευρύτερης Μεσογείου και είναι σαν να βρίσκονται στην πηγή τους.
Τελικά δεν ξεμπερδεύει κανείς εύκολα από την καταγωγή του.
Ναι, επανέρχομαι. Εμαθα να ζω σε μια κοινωνία παραδοσιακή - όπως ζούσαν οι περισσότεροι Ελληνες της Αιγύπτου για να διασώσουν την ταυτότητά τους, από την άλλη μεριά όμως, ζώντας με άλλες φυλές γύρω τους, έμαθαν να συνυπάρχουν και να επηρεάζονται από άλλα πράγματα. Εμενα αυτό με συγκινεί και με ελκύει.
Είναι αυτό το «συντακτικό» της δημιουργίας σας.
Δεν μου αρέσει να κατηγοριοποιώ. Οι άνθρωποι κάποιες φορές θωρακίζονται πίσω από ιδεολογήματα και απόψεις όχι γιατί το αγαπάνε, αλλά γιατί μασκάρουν προσωπικά τους ζητήματα. Είναι μια πολύ βαθιά ρίζα που δεν μπορείς να την καταργήσεις. Αν θέλει κανείς να κάνει κάτι σοβαρό, είναι να προσπαθήσει να νικήσει τον μελοδραματισμό που μπορεί να σου γεννήσει μια τέτοια σχέση. Μέσα δηλαδή από τη νοσταλγία, την επιθυμία της επιστροφής, είτε ένα οικείο πράγμα που σε φυλακίζει.
Με ποιον τρόπο;
Σε εμποδίζει ν' ανιχνεύσεις το άγνωστο. Εκεί παίζεται ένα παιχνίδι ισορροπίας. Αυτό το έχω διαπιστώσει μάλιστα σε κάποια τραγούδια. Οταν για παράδειγμα παίζω ένα άγνωστο τραγούδι και ο κόσμος αντιδρά σαν να το ξέρει. Αυτό είναι μια επιτυχία. Αν έχει κανείς μάλιστα την τάση να λογοδοτεί στην ίδια του την τέχνη, πιστεύω ότι εδώ μπορεί να βασιστεί και να είναι το κεντρικό θέμα του. Προτιμώ σε αυτή την εποχή, που είναι και δύσκολη εποχή, να διακινδυνεύσω ν' αποτύχω, παρά να οχυρωθώ πίσω από ένα μοντέλο παριστάνοντας ή δημιουργώντας ένα άλλοθι είτε της γνησιότητας είτε της αυθεντικότητας είτε του λαϊκού αισθήματος. Το τελευταίο πιστεύω ότι το περιείχα. Οχι μόνο λόγω καταγωγής, αλλά και ιδιοσυγκρασιακά.
Είναι μια συζήτηση που θέλει, απαιτεί και άλλο χρόνο. Κλείνοντας, θα μας πείτε πού ζήσατε τα τρία αυτά χρόνια που σας κυνηγούσαν να γράψετε κι άλλες «τρελές και αδέσποτες»;
Στον Πόρο είχα νοικιάσει ένα σπίτι. Εκεί γνώρισα και την Οπισθοδρομική Κομπανία.
Ετσι προέκυψε και η συνεργασία με την Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Οχι, την είχα ήδη γνωρίσει στο Αλσος.
Δεν τελειώνουν οι ιστορίες της ζωής σας…