Σφοδρή ήταν η κονταρομαχία που έλαβε χώρα μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων αναφορικά με το περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών και των πιθανών συνεπειών της. Και βαρύτατες οι καταγγελίες που αντήλλαξαν οι κατήγοροι και οι υπέρμαχοί της. Στον απόηχο της κλαγγής που προηγήθηκε και υπό το ισχύον σήμερα ηρεμότερο κλίμα σκόπιμη είναι η παράθεση κάποιων παρατηρήσεων σε ό,τι αφορά τη Συμφωνία και τα επακόλουθα αυτής:
– Η πολυετής αδυναμία διακανονισμού του προβλήματος της ονομασίας (του λεγόμενου ονοματολογικού ζητήματος) οφειλόταν κυρίως και πρωτίστως στην εντελώς αδιάλλακτη στάση των διαφόρων ηγεσιών των «Σκοπίων», οι οποίες επεδείκνυαν πνεύμα κακοπιστίας που καθιστούσε ανέφικτη ακόμα και μία συμβιβαστική λύση. Επιπλέον, προέβαιναν και σε ενέργειες κινούμενες μεταξύ εξοργιστικής θρασύτητος και ανεκδιήγητης γελοιότητος.
– Καλώς επιδιώχθηκε από την πλευρά μας η εύρεση λύσης στο πρόβλημα στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Πρώτον, διότι η χρονίζουσα εκκρεμότητα του όλου ζητήματος εξυπηρετούσε την ηγεσία των Σκοπίων και υποβοηθούσε την εξοικείωση της διεθνούς κοινότητας με την ανεπίτρεπτη ψευδωνυμία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Δεύτερον δε, διότι η πιεστική επιμονή του ΝΑΤΟ κι άλλων ισχυρών χωρών για την επείγουσα ένταξη σε αυτό της τότε ΠΓΔΜ δημιούργησε εξαιρετικά ευνοϊκή συγκυρία και ευκαιρία για την ικανοποίηση της ελληνικής θέσης περί το όνομα στη διαμορφωμένη από ετών βάση της σύνθετης ονομασίας που θα περιέχει γεωγραφικό προσδιορισμό.
– Επιπλέον είχε γίνει αντιληπτό ότι η εκκρεμότητα διευκόλυνε την άσκηση και ενίσχυση της τουρκικής επιρροής στον ευαίσθητο χώρο των Δυτικών Βαλκανίων.
– Η ψύχραιμη και απροκατάληπτη αξιολόγηση του αποτελέσματος που προέκυψε από τις συνομιλίες οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η συναφθείσα Συμφωνία, παρά τα αρκετά πράγματι θετικά στοιχεία που περιέχει, βαρύνεται με καίριες αδυναμίες, οι οποίες την καθιστούν εκ γενετής προβληματική και πάσχουσα, ως προς τα ελληνικά συμφέροντα,.
– Πρόκειται για αδυναμίες που αναδύονται από τα άρθρα της Συμφωνίας τα οποία αναγνωρίζουν «μακεδονική ιθαγένεια» και «μακεδονική γλώσσα», τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν ως ιδιαζόντως δηλητηριώδη, αφού παρέχουν τη δυνατότητα στους ιθύνοντες της Βόρειας Μακεδονίας να αυτοχαρακτηρίζονται μέσω αυτών «Μακεδόνες», να ομιλούν περί «μακεδονικής εθνότητος» και να επιδιώκουν από τώρα, και μάλλον εντονότερα στο μέλλον, την αποδυνάμωση της συμπεφωνημένης ονομασίας και την καλλιέργεια του λεγόμενου μακεδονικού ιδεολογήματος.
– Αυτό θα είχε αποτραπεί εάν ακολουθείτο η κοινή λογική και η συμφωνία όριζε το αυτονόητο: ότι οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας ονομάζονται Βορειομακεδόνες και η γλώσσα Βορειομακεδονική. Το ότι αυτό δεν έγινε δείχνει μία νοοτροπία των τότε ελληνικών χειρισμών του θέματος υπέρ του κλεισίματος της υπόθεσης το ταχύτερο δυνατό με υποφώσκουσα κατανόηση των θέσεων της άλλης πλευράς.
– Ηδη έχουν σημειωθεί σοβαρά κρούσματα της προαναφερόμενης πονηρής επιδίωξης από μέρους της βορειομακεδονικής κυβέρνησης με χαρακτηριστικό δείγμα τη διαμαρτυρία Ζάεφ προς τον βούλγαρο ομόλογό του Μπορίσοφ, ο οποίος πρόσφατα χρησιμοποίησε τον όρο Βορειομακεδόνες.
– Αρα η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να παρακολουθεί στενά και αυστηρά την τήρηση της Συμφωνίας από την άλλη πλευρά και ως προς τα δημόσια έγγραφα και ως προς τις επωνυμίες των προϊόντων, αλλά και ως προς τις πινακίδες των ελληνικής θεματικής αγαλμάτων. Για να αποφευχθούν πιθανά φαινόμενα αθέμιτων παρασπονδιών και χαρτοκλεπτικής λογικής παραβιάσεις των συμφωνηθέντων.
Ο Δημήτρης Καραϊτίδης είναι πρέσβης επί τιμή







