Το ποίημα ως πεδίο δράσης
Ο συνεργάτης του «Βιβλιοδρομίου» καταγράφει σημειώσεις για πέντε συλλογές της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής: τέσσερις ελλήνων δημιουργών και μία με μετάφρασεις από το έργο του Εζρα Πάουντ
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Drapetomania
Τρόμος για το μεταφυσικό κενό
Ενα καλό βιβλίο που βγήκε μια βδομάδα πριν εκπνεύσει το 2018, αξίζει να μεταφερθεί στα ποιητικά πράγματα του 2019! Είναι η δεύτερη συλλογή της ακριβοθώρητης ποιήτριας Γιάννας Μπούκοβα - επιστέγασμα μιας πορείας ετών στον δοκιμιακό και ποιητικό λόγο. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο το βιβλίο αυτό «βγάζει σπίθες»: γιατί φέρνει σε επαφή το δοκίμιο (τη φιλοσοφική, μεταφυσική «φορά») και την ποίηση (την ποιητική παραφορά), σαν δυο αεικίνητους περιστρεφόμενους τροχούς που αλληλοτροχίζονται. Η Μπούκοβα διατυπώνει επιστημονικοφανή συμπεράσματα τα οποία όμως διατρέχει η ποιητική φόρτιση, μια φόρτιση που συνήθως εκδηλώνεται ως τρόμος μπροστά στο μεταφυσικό κενό. Η δεύτερη, κεντρική ενότητα του βιβλίου λέγεται «Tractatus». Είναι μια πραγματεία της αποστροφής που νιώθει ένας παρατηρητής για τα περιστέρια της πόλης. Σαν να λέμε, ο Wittgenstein συναντάει τον Kafka. Θα μπορούσε το Tractatus αυτό να διδάσκεται και στα σχολεία ως παράδειγμα της διαφοράς μεταξύ ποίησης και «ποιητικότητας»: «Τα περιστέρια με μπερδεύουν όλο και περισσότερο / Η σκοποβολή περιστεριών το 1900 / ήταν επίσημο άθλημα στην Ολυμπιάδα. / Σκοτώθηκαν περίπου 300 πουλιά. // Στο τετράδιό μου άχρηστων παρομοιώσεων / το ρόδο είναι η ντροπή σε σαρκώδεις κύκλους, / το περιστέρι είναι σύμβολο της αμαρτίας / εκείνων που ποτέ δεν έχασαν την πίστη τους. // Αργά ή γρήγορα κουράζεται η σκέψη / και φτάνει στην ποσότητα. / Ο,τι πιο κοντά στην έννοια της Κόλασης». (...) «Ακόμα μια σημείωση από το νησί: // Αν ακολουθήσεις τα μυρμήγκια / πάντα θα φτάσεις σε κάτι τρομακτικό» (σ. 35 και σ. 61).
{1BSYG}Γιάννα Μπούκοβα{1BSYG}{2BTIT}Drapetomania{2BTIT}{3BEKD}Εκδ. Μικρή Αρκτος, σελ. 64{3BEKD}{4BTIM}Τιμή 11 ευρ{4BTIM}ώ
Χίμαιρα
Βία στις ράγες του φύλου και της φυλής
Αν υπάρχει γενιά και δη λογοτεχνική, τότε αυτή θα μπορούσε να αποκληθεί ψηφιδιακή - όχι απλώς και αφελώς ψηφιακή, αλλά μια γενιά της κατακερματισμένης εικόνας, της εικόνας που σχηματίζεται και που είναι από ψηφίδες. Θα ήταν δηλαδή μια γενιά συλλογιστική (όχι -πάντως όχι ακόμα - συλλογική), μια γενιά αποτελούμενη από συνοφρυωμένους, δύσθυμους κι αγχώδεις συλλογιστές, δηλαδή από νεαρούς αρχειοδίφες και συνειρμιστές, από οιδίπαιδα, τα ήδη- και ηδύ-παιδα, που είναι πρησμένα (οιδηματικά) απ' την πολλή τη γνώση του «οίδα» και του «είδα». Και αν υποθέταμε την ύπαρξη μιας τέτοιας γενιάς, τότε το μείζον βιβλίο της Φοίβης Γιαννίση, που η ίδια χαρακτηρίζει ως «πολυφωνικό ποίημα», θα ήταν το καλύτερο παράδειγμα των σκοπεύσεων αλλά και των επιτεύξεων της γενιάς αυτής. Με αρκετά ποιητικά βιβλία ήδη στο ενεργητικό της, η Γιαννίση δείχνει με το καινούριο της βιβλίο μια, κατακτημένη με πολύ κόπο, ποιητική αυτοπεποίθηση, η οποία της επιτρέπει να μετατρέπει τον τρόμο και τη malaise που προκαλεί το πανταχού παρόν μεταμοντέρνο αρχείο σε δημιουργική joie-jouissance, δηλαδή σε έναν ενθουσιασμό της απόλαυσης. Απολαμβάνει τα αρχεία που ανασκαλεύει καθώς εξερευνά τον κόσμο των αιγών και των αμνοεριφίων, embedded (δηλαδή «ενσωματωμένη» όπως οι δημοσιογράφοι σε ένα θέατρο πολέμου) σε ένα μαντρί μετακινούμενων Βλάχων της Θεσσαλίας. Το υλικό που προκύπτει από την αρχειακή περιπλάνηση στον κόσμο των ζωικών ταυτοτήτων από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας είναι ο κόκκος γύρω από τον οποίο αποκρυσταλλώνονται κάθε φορά πολύ προσωπικά, δηλαδή βιωμένα («ζησμένα» και γι' αυτό ποιητικώς τόσο δραστικά) ποιήματα, που ανακαλούν τη βία των εμβίων. Η μετακινούμενη αυτή βία οικοδομείται πάνω στις ράγες του φύλου αλλά και της φυλής, καθώς τα κατσικάκια και οι μανάδες τους κάνουν τον προδιαγεγραμμένο κύκλο τους, όπως και οι Βλάχοι τσομπάνοι τους, αλλά και όλοι οι άνθρωποι, που ποτέ δεν διαφέρουν και τόσο από τα ζώα, παρά είναι όπως όλα τα έμβια, ζώα χιμαιρικά, πολυσύνθετα - όπου η αίγα γίνεται αιγώ, δηλαδή ποιητικό εγώ: «...τίποτα δεν θα λέει τι ήταν το σπίτι αυτό για μας / πώς κάποια άγνωστα ωραία παιδιά μεγάλωσαν / μέσα του. / για να μετακομίσω έπρεπε να πετάξω τα πράγματά σας. // για να μετακομίσω έπρεπε να μαζέψω τα πράγματά μου. (...) /από την αναμέτρηση αυτή βγήκα δικαίως ηττημένη. / λαβωμένη. / η μάνα είναι πληγή» (σ. 163-4).
{1BSYG}Φοίβη Γιαννίση{1BSYG}{2BTIT}Χίμαιρα{2BTIT}{3BEKD}Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 188{3BEKD}{4BTIM}Τιμή 14 ευρ{4BTIM}ώ
Τοπικοί τροπικοί
Σχόλια σε απόκρυφα δημοτικά τραγούδια
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο ποίησης του Μάριου Χατζηπροκοπίου και, ως τέτοιο, μας αναγκάζει να πούμε, με τα λόγια του Εμερσον προς τον νεαρό Γουίτμαν, «σε χαιρετούμε στην αρχή μιας μεγάλης ποιητικής σταδιοδρομίας, που όμως πρέπει κάπου να είχε μακρά προεργασία και επώαση και βάση, για μια τέτοια αρχή»! Η ποιητική σύνθεση του Χατζηπροκοπίου επωάστηκε στα ερευνητικά πανεπιστημιακά προγράμματα εθνογράφων-λαογράφων-κοινωνιολόγων όπως ο ίδιος, μια επώαση που τον έκανε να φτάσει ως την ποιητική μεταμόρφωση όλων των πανεπιστημιακών δεινών υπό τη μορφή ενός pastiche, μιας παιγνιωδώς υπονομευτικής απομίμησης επιστημονικού λόγου, ο οποίος (δήθεν) ερευνά κάποια απολεσθέντα και έως τώρα αγνοούμενα δημοτικά τραγούδια (παραλογές) τα οποία ο πατέρας της λαογραφίας μας Νικόλαος Γ. Πολίτης είχε φροντίσει να αποκρύψει, λόγω του ομοερωτικού τους περιεχομένου. Ο Νικηφόρος Ερράντες, ως (πλαστός «ετερώνυμος») μεταδιδακτορικός ερευνητής (με διόλου τυχαίο όνομα!) υπό την επίβλεψη του (πλαστού) εγγονού του Πολίτη, ξαναφέρνει στο φως και σχολιάζει τα απόκρυφα δημοτικά καθώς και τα ποιήματα από το σημειωματάριο των περιπλανήσεων του (επίσης πλαστού!) τρίτου γιου του Πολίτη, ο οποίος και αρχικά είχε υποκλέψει αποκληρούμενος τα εν λόγω δημοτικά από τον πατέρα του! Πρόκειται για ένα εξέχον δείγμα (το πρώτο, εξ όσων γνωρίζω) campus και camp ποίησης, δηλαδή ποίησης που θεματοποιεί την ακαδημαϊκή συνθήκη και γνώση, ενσωματώνοντας και όλη την ομοφυλοφιλική (και γενικότερα queer) προβληματική που συχνά πλέον αποτελεί αντικείμενο πανεπιστημιακών αναζητήσεων. Ομως εδώ το queer και το camp (δηλαδή η εκζήτηση και εκδραμάτιση του queer) αποκτούν βάρος (και βάθος) που πάει πέρα από το μεταμοντερνιστικό μπορχεσιανό παίγνιο. Είναι το βάρος πραγματικών, συγκινητικών ιστοριών αγάπης - της αγάπης που δεν τολμούσε, αλλά πλέον τολμά να πει το όνομά της (για να θυμηθούμε τον Οσκαρ Ουάιλντ), μιας αγάπης που αν και εξοβελίστηκε, αν και πετροβολήθηκε, είναι τόσο βαθιά που ξέρει να συγχωρεί, παίρνοντας δυνάμεις από την πατρογονική, πάντα ζωντανή, «ρίζα» του ανωνύμου δημοτικού ποιητάρη, τον οποίο υποδύεται ως ικανότατος, «γλωσσο-ακονισμένος» παρενδυτικός ο Χατζηπροκοπίου: «Τρεις μέρες τον μοιρολογώ, τρεις μέρες τον ανάσταινα / νιώθω την τέταρτη πετά σκουλήκι από τη μύτη του / Μ' έσκιαξε ο πικρο-Χάροντας (...)/ μόνο τον άφησα στη γη. Ξορίστηκα απ' τα σπίτια μου / δρομοσχισμένος τριγυρνώ. Ατσάλωσα το μέσα μου / ανήμερα έσφαξα θεριά. Η σάρκα τους στα δόντια μου / ντύθηκα τα τομάρια τους. Στο τέλος τι κατάφερα; // Πώς να 'βρει ο νους αναπαμό; (...) / Ο που αγαπούσα είναι πηλός (...) // Ανοίξτε μου τα χώματα στην αγκαλιά του να ταφώ / κι αν τύχει και περνά Χριστός στο διάβολο η ανάσταση» (σ. 43-44). Και ο (πλαστός) γιος του Πολίτη απαντάει με τη φωνή της εποχής μας: «Ο έρωτάς τους ήταν / δυο δέντρα στεριωμένα καθένα στη ρίζα του / κλαδιά ο ένας μες στον άλλο» (σ. 67).
{1BSYG}Μάριος Χατζηπροκοπίου{1BSYG}{2BTIT}Τοπικοί τροπικοί{2BTIT}{3BEKD}Εκδ. Αντίποδες, σελ.88{3BEKD}{4BTIM}Τιμή 9 ευρ{4BTIM}ώ
Θαλασσοκεδρος
Μεταφυσική με σάρκα και οστά
Από το 2015, που κυκλοφόρησε από το Ροδακιό το δεύτερο βιβλίο του Σύσσημου, της μείζονος ποιητικής σύνθεσης του Νίκου Παναγιωτόπουλου, περιμένουμε την επανέκδοση του (αναθεωρημένου;) πρώτου βιβλίου, που είχε αρχικώς κυκλοφορήσει από την Ινδικτο το 2006 και γρήγορα εξαντλήθηκε. Το πρώτο βιβλίο περιλαμβάνει το κυρίως μέρος του όλου, δηλαδή τα πρώτα 35 «Κεφάλαια», ενώ το δεύτερο που ήδη κυκλοφορεί περιέλαβε δύο τελευταία Κεφάλαια (το 36 - «Κεφαλαίων Τέκμωρ» - και ένα καταληκτικό, ανάριθμο «Ερμάριον»). Από το 2015, λοιπόν, η εκδοτική και συγγραφική περιπέτεια του Σύσσημου, έχοντας αποκτήσει ωσεί μυθολογικές διαστάσεις στον κύκλο των «διαβασμένων» των Αθηνών, παραμένει μετέωρη. Κι ενόσω μετεωρίζεται, ο Παναγιωτόπουλος έχει προχωρήσει στην έκδοση άλλων δύο, συμπληρωματικών προς το Σύσσημον, μικρών ποιητικών βιβλίων, του «Πορθμείου» (2017) και τώρα του «Θαλασσόκεδρου» (2019), πάντα από Το Ροδακιό. Ο Θαλασσόκεδρος είναι άλλο ένα τυπογραφικό κι εκδοτικό κομψοτέχνημα. Μια ποιητική φωνή αφηγείται την περιπλάνηση ή καταβύθισή της σε έναν κόσμο που πυκνώνει γύρω από έναν θαλασσόκεδρο, ένα «δέντρο-αγρίμι» στο «ακρογιάλι "η Πηγή των Τραγουδιών"». Η μεταφυσική περιπλάνηση που περιγράφει ο αφηγητής θυμίζει με πολλούς τρόπους και το παλαιό «Σπάργανο» του Παναγιωτόπουλου, ποίημα του 1984. Οπως το Σπάργανο έτσι και αυτό εδώ είναι ένα ποίημα-πεδίο δράσης μεταφυσικών ιδεών που αποκτούν κάποιου είδους σάρκες και οστά. Είναι τα πάθη του μεταφυσικού καθώς αυτό προσπαθεί να φυσικοποιηθεί - μια νέα, πιο μεταμοντέρνα εκδοχή της «φυσικής μεταφυσικής» του Ελύτη ή, πιο πίσω, των Προσωκρατικών. Δύσβατα τα μονοπάτια του Θαλασσόκεδρου, αλλά πειστικά, καθώς «(ενώνει) κομμάτια απ' την σπασμένη φωνή ενός ποιητή / που είχε το χρώμα εποποιίας» (σ. 12), αναρωτώντας «Τα γράμματα δεν έχουν τόπο για την πίστη;» (σ. 23). Μια απάντηση δίνει ο ίδιος ο αφηγητής: «Συχνά στα αποκομμένα μέρη, στα απρόσιτα, στις μαύρες ράχες, διασώζονται ετοιμόρροπες ιεροφάνειες του αυθεντικού που όπως γκρεμίζονται πέφτουν μέσα στα λόγια μας» (σ. 21). Αν συνεχίζετε να δυσκολεύεστε διαβάζοντας τον Θαλασσόκεδρο, σας συμβουλεύω να συνεχίσετε. Οπως λέει κι ο ίδιος ο Παναγιωτόπουλος στο Σημείωμά του: «Δυνάμεις εγκρύπτονται. Ατέρμονες. Δεν έχουν όμως ανοιχτό δρόμο. "Δεν έχει ανοίξει ο δρόμος τους", όπως λεν οι Αναστενάρηδες γι' αυτούς που δεν πατούν. "Οταν περιπατής διά του πυρός δεν θέλεις καή."» (σ. 27).
{1BSYG}Νίκος Παναγιωτόπουλος{1BSYG}{2BTIT}Θαλασσοκεδρος{2BTIT}{3BEKD}Εκδ. Το ροδακιό, σελ. 32{3BEKD}{4BTIM}Τιμή 31,80 ευρ{4BTIM}ώ
Τα Cantos της εξιλέωσης/ Το Canto της τοκογλυφίας/ Στίχοι γραμμένοι για την Όλγα
Ο Πάουντ ως «πνευματική περιπέτεια»
Μέσα στον καταιγισμό των μεταφράσεων των «κλασικών», να μία έκδοση που αξίζει να αποκτήσετε. Περιλαμβάνει μερικά από τα καλύτερα Cantos του μείζονος αμερικανού ποιητή Ezra Pound, με το πρωτότυπο και τη μετάφρασή του σε αντικριστές σελίδες. Συνοδεύεται από πλήθος διαφωτιστικών σημειώσεων και μια εκτενή εισαγωγή υπό τύπον ανοικτής επιστολής προς τον Πάουντ. Μετάφραση, σημειώσεις και επιστολή είναι του Χάρη Βλαβιανού. Αξιοσημείωτη προσθήκη και ο πρόλογος από την κόρη του Πάουντ, τη Mary de Rachewiltz, γραμμένος ειδικά για την παρούσα έκδοση. Δεν είναι εδώ και τώρα η στιγμή να προχωρήσω σε μια εκτενή αναφορά στον Πάουντ και τη θέση των συγκεκριμένων ποιημάτων του στον λογοτεχνικό Κανόνα. Σε αυτόν οφείλεται η έννοια του ποιήματος ως (δραστικού) πεδίου (the poem as a field of action), που αργότερα την επεξεργάστηκαν σημαντικοί ποιητές όπως ο Olson και ο Duncan, για να φτάσει στις μέρες και τα μέρη μας ως τους εδώ αναφερόμενους ποιητές μας Παναγιωτόπουλο και Γιαννίση! - η έννοια του ποιήματος ως ενός «χάρτη» που απλώνεται πάνω στη σελίδα, εγκιβωτίζοντας φωνές, αναφορές, αποστροφές, τεκμαίροντας έτσι το φανέρωμα (την εμφάνιση, έστω) του πνεύματος διά (των πολλών εκφάνσεων) του λόγου. Θα εστιάσω απλώς σε μία, μεγάλη αρετή του παρόντος βιβλίου. Παρουσιάζει τον Πάουντ και το έργο του υπό μορφή «πνευματικής περιπέτειας», όπου η - τόσο αμφιλεγόμενη - μορφή του φιλοναζιστή και αντισημίτη ποιητή παρουσιάζεται ως μια διαρκής πάλη, μια διελκυστίνδα μεταξύ του ποταπού και του υψηλού, μεταξύ του Πάουντ ως (μισ)ανθρώπου και του Πάουντ ως πονετικού, βαθύτατου ποιητή του υψηλού. Γίνεται να συνδυαστούν τ' ασυνδύαστα; Ο Βλαβιανός, άριστος γνώστης και δεινός μεταφραστής της αγγλικής κι αμερικανικής γραμματείας, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη καθώς γράφει στον Πάουντ μια μακροσκελή επιστολή με τη μορφή διαδοχικών ημερολογιακών καταχωρίσεων, ενώ προσπαθεί κι ο ίδιος να διαχειριστεί και να συμφιλιωθεί με τη μείζονα αντινομία του Πάουντ. Τελικώς η ζυγαριά φαίνεται να κλείνει προς την διά της ποιήσεως εξιλέωση και συγχώρεση του μεταμελημένου ποιητή, όπως ακούγεται καθαρή η φωνή του μέσα απ' το μέλος της μεταμέλειάς του: «Εφερα τη μεγάλη κρυστάλλινη σφαίρα·/ ποιος μπορεί να τη σηκώσει; / Μπορείς να εισχωρήσεις μέσα στο μεγάλο βελανίδι του φωτός; / Ομως η ομορφιά δεν είναι η τρέλα / Και ας με περιβάλλουν τα σφάλματά μου και τα συντρίμμια μου. / Και δεν είμαι ημίθεος, / Δεν μπορώ να του δώσω συνοχή. / Αν δεν υπάρχει η αγάπη στο σπίτι δεν υπάρχει τίποτα. / Η φωνή της πείνας ανήκουστη. / Πώς βρέθηκε η ομορφιά αντιμέτωπη με τέτοιο σκοτάδι;..» (σ. 103-105, Canto CXVI).
{1BSYG}Ezra Pound{1BSYG}{2BTIT}Τα Cantos της εξιλέωσης/ Το Canto της τοκογλυφίας/ Στίχοι γραμμένοι για την Όλγα{2BTIT}{3BEKD}Μτφ. Χάρης ΒλαβιανόςΕκδ. Άγρα, σελ. 184{3BEKD}{4BTIM}Τιμή 14,50 ευρ{4BTIM}ώ

