Διαβάζω στο Διαδίκτυο διάφορα κείμενα που προσπαθούν να προσδιορίσουν τον Σταύρο Τσιώλη. Τι ήταν τέλος πάντων αυτός ο τόσο ξεχωριστός σκηνοθέτης; Νομίζω ότι ήταν ένα σφουγγάρι. Είχε ρουφήξει τις ζωές και τους τρόπους όλων των ανθρώπων που συναναστράφηκε. Ηταν ο τροτσκιστής Παναγιώτης Τσούκας – Τσουκίνι στα παιδικά του χρόνια, στην Τρίπολη, που έλεγε ότι είχε γράψει το σενάριο του «Κλέφτη των ποδηλάτων» και τον προσανατόλισε στο σινεμά. Ηταν ο Φιλοποίμην Φίνος που του έδωσε δουλειά στα πλατό και κυρίως η γυναίκα του Φίνου, η «κυρία Τζέλα», που τον αγάπησε μετά την πρώτη ταινία του, τους «Μικρούς δραπέτες». Ηταν ο Γιάννης Δαλιανίδης που του έμαθε τη φαντασμαγορία με το τίποτα. Ηταν ο Νίκος Φώσκολος, από τον οποίο πήρε την εργατικότητα αλλά και τους πομπώδεις διαλόγους της πλοκής των ιστοριών του, τους οποίους αργότερα διά της υπερβολής εξέλιξε, όταν στόχευε την παρωδία. Ηταν ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Κεχαΐδης, από τον οποίο πήρε τη στοχαστικότητα και την εμβάθυνση σε χαρακτήρες και καταστάσεις. Ηταν ο Μένης Κουμανταρέας, από τον οποίο έμαθε τα κόλπα του μοντερνισμού – τι να προσέχει και τι να αποφεύγει. Ηταν οι Παχωμαίοι, οι αγιογράφοι στους οποίους μαθήτευσε όταν έφυγε από τον Φίνο, με τους οποίους διδάχθηκε την υπομονή, το σύστημα, την πίστη – και το ψιλοαπατεωνίστικο πλασάρισμα ενός ταπεινού προϊόντος. Ηταν ο Ντίνος Κατσουρίδης, που τον είχε στηρίξει και καλλιτεχνικά και οικονομικά σε πολύ δύσκολες εποχές. Ηταν ο Κωνσταντίνος Τζούμας, η Ολια Λαζαρίδου και μερικοί ακόμα ηθοποιοί που με την ορμή και την αφιέρωσή τους τον συμφιλίωσαν ξανά με το σινεμά, έπειτα από πολύχρονη απουσία – πρόσωπα που εκτιμούσε επειδή έλεγε ότι δεν τα χάλασαν η τηλεόραση και η έκθεσή τους, όση επέβαλλε η επιβίωση, στο θέαμα. Ηταν ο Σταύρος Τορνές που τον μύησε στην αποκαλυπτική υφή της πραγματικότητας – και τον παρέσυρε με το πείσμα του να διεκδικεί ως κινηματογραφιστής κάτι πέραν της συνδικαλιστικής εκδοχής της ελευθερίας. Ηταν ο Χρήστος Βακαλόπουλος που τον έμαθε να βλέπει βαθύτερα. Ηταν οι Μπέκοι, κλαριντζήδες και τραγουδιστές, που δόξασαν το σκυλάδικο στη λαϊκή του διάσταση, μακριά από την επιδειξιμανία και τις φίρμες. Ηταν ο Αλέκος Παπαγεωργίου που έβαζε τη μαγιά για τις φτωχών προϋπολογισμών παραγωγές του – για λογαριασμό του οποίου άλλωστε εργάστηκε για χρόνια επενδυτικός σύμβουλος / trader στο Χρηματιστήριο. Ηταν η Πίτσα Παπαδοπούλου, για την οποία έγραφε στίχους όταν ακόμη δεν είχε κάνει λαϊκά σουξέ – στίχους τύπου «Μη μου λες ψεύτικα λόγια γιατί θα τα πιστέψω». Ηταν ο Αργύρης Μπακιρτζής που τον ακολουθούσε δημιουργικά στις ιδιότυπες εμπνεύσεις του. Ηταν η κόρη του, η Κατερίνα Τσιώλη, στιχουργός σε λαϊκά τραγούδια και η σκιά του, που τον προσγείωνε στην πραγματικότητα όταν εκείνος την περιφρονούσε. Ηταν ο Βασίλης Καψούρος, ο αγαπημένος του οπερατέρ, ο άνθρωπος που δεχόταν να τιθασεύσει το ποιητικό αίσθημα των εικόνων του για χάρη του ρεαλισμού. Ηταν η Τρίπολη και η Πελοπόννησος, ήταν η Ελλάδα, δημιουργική αλλά και γρουσούζα, ο πραγματικός κόσμος μας που οι περισσότεροι τον προσπερνούσαν ψάχνοντας ουτοπίες, κάτι ψεύτικο, μια παραίσθηση. Κάτι άλλο που δεν υπήρχε.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ