Μονοκύτταρα μικρόβια στην αυγή της ανθρώπινης ζωής, πριν από περίπου 4 δισεκατομμύρια χρόνια, εκκρίνουν αιθανόλη και διοξείδιο του άνθρακα – «ουσιαστικά, ουρούσαν μπίρα». Στο «Επος του Γκιλγκαμές» μια ιέρεια της Ινάνα προσπαθεί να εξανθρωπίσει τον Ενκιντού. «Το πετυχαίνει κάνοντας σεξ μαζί του κι ύστερα του δίνει ένα ποτό (όχι η συνήθης σειρά)». Τον έκτο αιώνα ο Αγιος Βενέδικτος επιβάλλει στον κανόνα 40 για τη λειτουργία των μοναστηριών: «Πιστεύουμε ότι μία hemina (σ.σ.: περίπου μισό λίτρο) κρασί την ημέρα είναι αρκετή για τον καθένα». Ενθουσιώδεις δάσκαλοι επιμένουν ότι η αγγλική λογοτεχνία αρχίζει σε μια παμπ, το Tabard Inn από τις «Ιστορίες του Καντέρμπουρι» (ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για πανδοχείο). Οι έγκυοι στις κοινότητες των Αζτέκων πίνουν πούλκε, από τον ζυμωμένο χυμό της αγαύης. Το τζιν φτάνει στην Αγγλία το 1690 και ήδη το 1729 περνά το πρώτο διάταγμα που ρυθμίζει και φορολογεί τη διάθεσή του. Το κίνημα της ποτοαπαγόρευσης, τέλος, στις ΗΠΑ δεν ήταν συντηρητικό, αλλά φεμινιστικό, καθώς έπρεπε να λάβει υπόψη του την ενδοοικογενειακή βία που υφίσταντο οι γυναίκες στις μεσοδυτικές πολιτείες ύστερα από τα μεθύσια των συζύγων τους στα σαλούν. Για να γράψει τη «Σύντομη ιστορία της μέθης» ο Μαρκ Φορσάιθ επιστράτευσε τις διαθέσιμες πηγές αλλά και την αγγλοσαξονική αίσθηση του χιούμορ (που άλλωστε σημαίνει χυμός). Δεν ακολούθησε την Ιστορία κατά γράμμα, αλλά μάλλον κατά πνεύμα, ώστε να αποστάξει τα απολύτως απαραίτητα για το απολαυστικό του ανάγνωσμα. Το ενδιαφέρον του προφανώς δεν είναι τόσο η μεγάλη εικόνα της Ιστορίας, καθώς μετακινείται από την πρωτόγονη εποχή ώς τη Ρωσία του Μεγάλου Πέτρου και τα σαλούν της Αγριας Δύσης, όσο ο πολιτισμικός αντίκτυπος του αλκοόλ και της μέθης. Για τις ανάγκες της αφήγησής του μπορεί από σημείο σε σημείο να ακούγεται υπερβολικός ή να επιτρέπει και «ευκολίες» (ειδικά στο κεφάλαιο για το ελληνικό συμπόσιο, όπου αποδίδει τον χαρακτηρισμό «βάρβαροι» στους λαούς που δεν πίνουν ό,τι και οι Ελληνες). Βρίσκεται όμως σε πλήρη ευφορία όταν περιγράφει τη μέθη στην αγγλοσαξονική κουλτούρα. Αμελητέο μέσα στο γενικό… μεθύσι το παρόραμα του «Αβακούκ» (Αβακούμ, δηλαδή) στη σελ. 101 και η ένσταση για τη «μωλωπισμένη φτώχεια» (σελ. 274).

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ