Αύξηση 8% στον κατώτατο μισθό προβλέπει το επικρατέστερο κυβερνητικό σενάριο που αναμένεται να εγκριθεί σήμερα στο Υπουργικό Συμβούλιο, και ο οποίος αναμένεται να διαμορφωθεί στα 633 ευρώ από τα 586 που είναι σήμερα.
Ο νέος κατώτατος μισθός θα ισχύσει από 1η Φεβρουαρίου, χωρίς ηλικιακές διακρίσεις, γεγονός που αυτόματα οδηγεί στην κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Παράλληλα, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει στην ενίσχυση 24 επιδομάτων και ειδικών παροχών που χορηγεί ο ΟΑΕΔ σε τουλάχιστον 300.000 δικαιούχους, όπως το επίδομα ανεργίας, οι παροχές μητρότητας, το ειδικό εποχικό επίδομα και η αποζημίωση ασκουμένων σπουδαστών. Ο κατώτατος µισθός είναι σήµερα 586,08 ευρώ µεικτά για άγαµο, νεοπροσλαµβανόµενο χωρίς προϋπηρεσία και χωρίς ειδικότητα, ενώ το ηµεροµίσθιο ανειδίκευτου εργάτη είναι 26,18 ευρώ. Ο νέος αυξηµένος κατώτατος µισθός θα ισχύει και για τους νέους έως 25 ετών, οι οποίοι σήµερα εµπίπτουν στην περιοχή του υποκατώτατου των 510 ευρώ µεικτά.
Οι μειώσεις. Σημειώνεται ότι το 2012 οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης που αμείβονταν με τον κατώτατο μισθό υπέστησαν σημαντική μείωση της τάξεως του 22%, καθώς είδαν τον μισθό τους από 751 ευρώ να περικόπτεται και να φτάνει στα 586 ευρώ, ενώ για τους νέους έως 25 ετών ο μισθός μειώθηκε από τα 751 ευρώ στα 510 ευρώ, δημιουργώντας έτσι τον υποκατώτατο μισθό και θέτοντας ηλικιακές διακρίσεις ανάμεσα στους εργαζομένους. Η μείωση αυτή επηρέασε δραματικά τις εισοδηματικές κατανομές, καθώς το ποσοστό των χαμηλόμισθων αυξήθηκε και το φαινόμενο της εργασιακής φτώχειας οδηγήθηκε σε έξαρση. Επειτα από περίπου επτά χρόνια, με τη χώρα να έχει ήδη βγει από τα Μνημόνια, στις 19 Σεπτεμβρίου του 2018, κατατέθηκε στη Βουλή η τροπολογία για την αύξηση του κατώτατου μισθού, όπου όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική έκθεση «με τις διατάξεις του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 (Α’ 167) καθορίζεται η διαδικασία διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας». Για τέσσερις μήνες και στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλεπόταν, διεξάγονταν διαβουλεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης, με τη συμμετοχή εξειδικευμένων επιστημονικών, ερευνητικών και συναφών φορέων και εμπειρογνωμόνων σε θέματα οικονομίας και ιδίως οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής, καθώς και εργασιακών σχέσεων. Το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων που διερευνά και μελετά τις επιπτώσεις της αύξησης του μισθού στους θεμελιώδεις δείκτες της οικονομίας, όπως στην παραγωγικότητα, την ανεργία, την ανταγωνιστικότητα και την εισοδηματική κατανομή, πρότεινε αύξηση από 5% έως 10%.







