Είναι μια σκέψη που σχεδόν δεν τολμά να κάνει κανείς: Τι θα συνέβαινε εάν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν ήταν προδιαγεγραμμένο; Εάν δεν είχε βρεθεί ήδη η πλειοψηφία εκεί κάπου ανάμεσα στους 151 και 154 βουλευτές που θα ψηφίσουν να μη λέγεται πια μια χώρα ΠΓΔΜ από την Ελλάδα και τους διεθνείς οργανισμούς και Μακεδονία απ’ όλον τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά Βόρεια Μακεδονία απ’ όλους ανεξαιρέτως; Πόσες αποστασίες θα είχαν καταγγελθεί, πόσες υπόνοιες για χρηματισμό βουλευτών θα πλανιόνταν στον αέρα, πόσα συλλαλητήρια θα γίνονταν και πόσα χημικά θα έπεφταν για να ταυτιστούν τα συλλαλητήρια με τον ζόφο της Χρυσής Αυγής;

Αν κάτι υπενθυμίζει το προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα είναι η ικανότητα μιας χώρας να διχάζεται σε ακραίο βαθμό ακόμη κι όταν έχει εκλείψει ο λόγος του διχασμού. Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι πλέον ένα τετελεσμένο γεγονός ανεξάρτητα από τα παράπλευρα γεγονότα. Θα ήταν και χωρίς το συλλαλητήριο και χωρίς τα χημικά στο συλλαλητήριο και χωρίς την τοξική σκόνη που σηκώθηκε και σκέπασε την πολιτική ζωή. Τόσο τοξική αλλά και τόσο πυκνή ώστε να κρύβει από τον ορίζοντά μας ένα άλλο γεγονός: το γεγονός ότι δεν είναι οι ίδιες οι Πρέσπες που παράγουν πολιτικά αποτελέσματα και διαλύουν κόμματα, αλλά απλώς ότι οι Πρέσπες επιτάχυναν αυτήν την εξέλιξη.

Οι Πρέσπες, με άλλα λόγια, είναι ένα είδος επιταχυντή αλλά όχι ο καταλύτης. Οι ΑΝΕΛ του Καμμένου, για παράδειγμα, έχασαν το κομματικό τους ακροατήριο επειδή, πολύ πιο πριν από τις παλινωδίες του αρχηγού τους γύρω από τις Πρέσπες, είχαν χάσει τον λόγο της ύπαρξής τους. Και το Ποτάμι μπορεί να διατήρησε τη μεταρρυθμιστική του ορμή και την αφοσίωσή του στην «πολιτική αλλιώς» αλλά πάει καιρός τώρα πια που η αφοσίωση και η ορμή αδυνατούν να συγκρατήσουν το κοινό του.

Δεν είναι ασφαλώς τεχνητός ο αλληλοσπαραγμός που ζει το πολιτικό σύστημα. Είναι ανακλαστικός: η Συμφωνία των Πρεσπών είναι για τα κόμματα ό,τι και τα κουδούνια για τα σκυλιά του Παβλόφ.