Παγκοσμίως η έρευνα, ιδιαίτερα όταν γίνεται σε υψηλό επίπεδο, αποτελεί δύσκολο έργο που απαιτεί σκληρή δουλειά, με σχετικά χαμηλές οικονομικές απολαβές. Αξιώνει προσήλωση και αφοσίωση για ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του ερευνητή. Εξ ορισμού τα ευρήματά της είναι εκ των προτέρων άγνωστα, προκαλώντας έτσι πολλές ανησυχίες και απογοητεύσεις στον ερευνητή μέχρι να καταλήξει (αν καταλήξει!) σε χρήσιμα για την επιστήμη και κατ’ επέκταση την κοινωνία συμπεράσματα. Ακόμα και αυτή η προσδοκώμενη ηθική ανταμοιβή του, δηλαδή η αναγνώριση του έργου του από την επιστημονική κοινότητα και ει δυνατόν σε διεθνές επίπεδο, είναι τελείως αβέβαιη! Ειδικά στην Ελλάδα, τα έργο του ερευνητή γίνεται ακόμη πιο δύσκολο, αν μη απογοητευτικό, με δεδομένη τη χαμηλή χρηματοδότηση διαχρονικά (και ιδιαίτερα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης), την ελλιπή ή πεπαλαιωμένη υλικοτεχνική υποδομή και, το σπουδαιότερο, τη χαμηλή εκτίμηση της αξίας (ηθική ανταμοιβή) των ελλήνων ερευνητών που επιλέγουν να παραμείνουν και να δραστηριοποιηθούν στη χώρα μας. Ερευνητικό επίτευγμα που πραγματοποιείται στο εξωτερικό από ξένους ή Ελληνες της Διασποράς φαίνεται να προβάλλεται, ενώ το αντίστοιχο στην Ελλάδα να υποβαθμίζεται, αν δεν αποσιωπάται.

Ευτυχώς, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν οίκοι αξιολόγησης του ερευνητικού έργου επιστημόνων (όχι κατ’ ανάγκη καθηγητών) όλων των επιστημονικών πεδίων σε παγκόσμια κλίμακα, με ίδια κριτήρια για όλους. Η σχετική επεξεργασία γίνεται φυσικά από Η/Υ, δεδομένου ότι το αρχικό δείγμα προς επεξεργασία ανέρχεται σε ~10 εκατομμύρια ερευνητές. Ευτυχώς, έτσι ήρθε στην επιφάνεια και το ερευνητικό έργο των ελλήνων ερευνητών που υπηρετούν σε ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, με τον αριθμό τους στις λίστες αυτές να αυξάνεται διαρκώς. Σαν παράδειγμα από τη μακρόχρονη ερευνητική μου εμπειρία ως καθηγητή και διευθυντή για πάνω από 30 χρόνια στο Εργαστήριο Μηχανών Εσωτερικής Καύσεως (ΜΕΚ) του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) μπορώ να πω ότι στην περίπτωση των δικών μας διακρίσεων τα σχετικά δημοσιευμένα άρθρα μας, πλην ολίγων εξαιρέσεων, προήλθαν από ερευνητικές εργασίες που έγιναν στο εργαστήριο ΜΕΚ από σπουδαστές/συνεργάτες της Σχολής μας (Ελληνες), κάτω από τις γνωστές αντίξοες συνθήκες και ελλιπή μέσα.

Με βάση την ανωτέρω εμπειρία και βιώματα, σεμνύνομαι να προτείνω ορισμένα μέτρα που θα συμβάλουν στην ανάπτυξη σημαντικής έρευνας στην Ελλάδα.

Α) Ενίσχυση της χρηματοδότησης, βεβαίως αναγνωρίζοντας ότι αυτό στα χρόνια της κρίσης φαίνεται δύσκολο. Εντούτοις, θα έρθουν καλύτερες ημέρες και ας μην ξεχνάμε ότι ο ελληνικός λαός, από τη φύση του υπερήφανος, δεν αρνήθηκε ποτέ να προσφέρει ακόμα και από το υστέρημά του για κάτι που θα απέφερε καρπούς, όπως π.χ. τα ευρήματα ελληνικής έρευνας για βελτίωση των συντελεστών της παραγωγής, οικονομίας και ευημερίας του τόπου μας, οδηγώντας τον έτσι σε ανεξαρτητοποίηση και ισχυροποίηση σε διεθνές επίπεδο.

Β) Καλύτερη οργάνωση της έρευνας (σίγουρα δεν είναι αυτό το δυνατό μας στοιχείο!), με την προσέλκυση των ικανότερων ερευνητών με ανοιχτές και διαφανείς διαδικασίες.

Γ) Ισως το σπουδαιότερο όλων, η πολιτεία πρέπει να δείξει εμπιστοσύνη προς τους νέους έλληνες ερευνητές και να τους κρατήσει στην Ελλάδα, σταματώντας το drain brain. Αποτελούν ένα σοβαρό όπλο που έχουμε στα χέρια μας για έρευνα. Από τη μακρόχρονη ερευνητική μου εμπειρία σε Ελλάδα και σε πολύ καλά πανεπιστήμια της αλλοδαπής, τολμώ να καταθέσω ότι τα μυαλά των νέων μας είναι από τα πιο λαμπρά στον κόσμο.

Η ανάπτυξη ισχυρής επιστήμης και τεχνολογίας είναι υψηλής προτεραιότητας, μην ξεχνώντας ότι είναι εκείνη που διακρίνει τα μεγάλα και ισχυρά κράτη του πλανήτη μας.

Ο Κωνσταντίνος Δ. Ρακόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής της Σχολής Μηχανολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ