Το να φτάσεις με ολίγων λεπτών καθυστέρηση σε ραντεβού με τον ιδρυτή της Taxibeat Νίκο Δρανδάκη επειδή άργησε το ταξί μοιάζει με φάρσα, αλλά, τέλος πάντων, αυτό έγινε. Η αμηχανία των πρώτων στιγμών σπάει με τη διαπίστωση ότι κανείς από τους δύο δεν ήθελε να παραγγείλει κάποιο ποτό για να συνοδεύσει το φαγητό του, αν και ήταν ήδη οκτώ το βράδυ. «Γενικά δεν πίνω. Λίγο κρασί μόνο όταν υπάρχει καλή παρέα» μού λέει ο 55χρονος επιχειρηματίας που φαίνεται πολύ νεότερος. Η μελέτη – προκειμένου να δώσουμε την παραγγελία – του καταλόγου με τις τοπικές γεύσεις γίνεται η αφορμή να αρχίσουμε κουβέντα περί εντοπιότητας. Η καταγωγή του, μου λέει, είναι από την Κρήτη, αλλά δεν έχει ιδιαίτερα στενούς δεσμούς. «Μικρός κατεβαίναμε με τον πατέρα μου τα καλοκαίρια για διακοπές. Οταν ενηλικιώθηκα το έκοψα τελείως. Τώρα έχει εκεί δουλειές ο αδελφός μου, ένα μαγαζί στα Χανιά, και πηγαίνω πού και πού να τον δω». Αλλωστε δηλώνει «παιδί του κέντρου». «Μεγάλωσα στα Πετράλωνα. Και πιστεύω ότι το μέρος όπου μεγαλώνεις σε καθορίζει. Περισσότερο από τον τόπο της καταγωγής σου. Τουλάχιστον αυτό συνέβη με εμένα. Είναι μάλλον θέμα ιδιοσυγκρασίας. Εγώ πάντα ήμουν του κόσμου. Από παιδί ονειρευόμουν να πάω σε διάφορους τόπους, να γνωρίσω διαφορετικούς ανθρώπους, σκεφτόμουν σε ποιες χώρες θα μπορούσα να ζήσω. Το έκανα περιστασιακά λόγω δουλειάς, αλλά δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να εγκατασταθώ μόνιμα μακριά από την Αθήνα».

Αρχίζοντας λοιπόν από τα χρόνια των Πετραλώνων, μου λέει ότι πάντα ήθελε να γίνει επιχειρηματίας. «Και το πιο εύκολο για μένα ήταν να πάρω τη δουλειά του πατέρα μου. Είχε μία βιομηχανία με παντοφλάκια. Δηλαδή με τη μητέρα μου τη δούλευε, βιοπαλαιστές ήταν οι άνθρωποι. Εγώ μπήκα στη δουλειά τη δεκαετία του 1980, μόλις τέλειωσα τον στρατό, με πολλές φιλοδοξίες. Ηταν μια εποχή καλή για αυτού του είδους την επιχειρηματικότητα. Τότε βέβαια αυξήθηκαν και οι δημόσιοι υπάλληλοι, τέλος πάτων, άλλη κουβέντα αυτή». Ανανέωσε την πατρική βιοτεχνία, πήγαινε στις εκθέσεις, ενημερωνόταν, επέκτεινε την παραγωγή με νέα μοντέλα. Η δουλειά πήγαινε καλά μέχρι το 1995. Τότε που πρωτοάνοιξε η αγορά της Κίνας και γέμισε η αγορά με φτηνά ρούχα και παπούτσια. Είδε αυτό που ερχόταν, κατάλαβε ότι δεν υπήρχε μέλλον, δεν προσπάθησε να σώσει την επιχείρηση. Καλύτερα να την έκλεινε πριν γίνει η ζημιά μεγαλύτερη.

Εκανε στροφή 180 μοιρών και άρχισε να ασχολείται με το Ιντερνετ σε μια εποχή που όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά ακόμη και στις ΗΠΑ ήταν σε πολύ πρώιμο στάδιο. Εγινε προγραμματιστής, δούλεψε ως υπάλληλος, έκανε μια δική του εταιρεία που δεν πήγε καλά και την έκλεισε, γενικώς ψαχνόταν για περίπου δέκα χρόνια. Το κλικ έγινε όταν είδε ζωντανά από το Διαδίκτυο τον Στιβ Τζομπς να παρουσιάζει το πρώτο iPhone. «Επαθα την πλάκα μου. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για μία μεγάλη επανάσταση. Αυτό θα ήταν το μέλλον και θα μπορούσαν να γίνουν απίστευτες καινούργιες επιχειρήσεις με βάση τις εφαρμογές των smartphones». Και έτσι ήρθε η ιδέα για το Taxibeat, τον ρωτάω. Μάλλον αφελής ερώτηση, γελάει καθώς απαντάει. «Οχι, δεν συμβαίνουν αυτά. Είναι μύθος ότι οι ιδέες έρχονται ουρανοκατέβατα. Δύο χρόνια το έψαχνα».

Ψάχνοντας ταξί ένα βράδυ στην Κηφισιά…

Ο σπόρος της έμπνευσης έπεσε ένα βράδυ που, φεύγοντας με την παρέα του από ένα εστιατόριο στην Κηφισιά, προσπαθούσαν, με τη βοήθεια του χάρτη στο smartphone, να βγουν σε κεντρικό δρόμο για να βρουν ταξί. Τότε σκέφθηκε πως αν είχε και ο ταξιτζής smartphone, θα μπορούσε να τους στείλει σήμα πού βρίσκεται. Κουβέντα στην κουβέντα κατέληξαν στο ότι όλο αυτό θα μπορούσε να γίνει και με το πάτημα ενός κουμπιού. Είχε πλέον την ιδέα, αλλά δεν ήξερε αν μπορούσε να υλοποιηθεί τεχνικά. Ψάχνοντάς το «ανακάλυψε» ότι ήδη λειτουργούσε, με μη επαγγελματίες οδηγούς ταξί, η Uber στην Αμερική. Από εκεί και πέρα έμενε μόνο η απόφαση. Που την πήρε παρόλο που η χώρα είχε μπει ήδη επισήμως στην οικονομική κρίση. Αρχικό κεφάλαιο 40.000 ευρώ. Τα υπόλοιπα γνωστά.

Καθώς μου διηγείται τα της δημιουργίας της Taxibeat έχω την εντύπωση ότι σαν να βαριέται να λέει και να ξαναλέει αυτήν την ιστορία. Του το επισημαίνω και το παραδέχεται. «Συναρπαστικό δεν είναι ποτέ το χθες, αλλά το τώρα και το αύριο. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτά που κάνουμε τώρα και αυτά που σχεδιάζουμε για το μέλλον». Και τα σχέδια για το μέλλον δείχνουν ότι η Daimler του ομίλου Mercedes-Benz που το 2016 εξαγόρασε την Taxibeat προχωρά σε μια επένδυση στην Αθήνα άνω των 200 εκατομμυρίων που θα δημιουργήσει 200 θέσεις εργασίας. Πάντα με βάση την ηλεκτρονική πλατφόρμα της Beat, αντικείμενό της θα είναι η έρευνα και η τεχνολογία ενώ στα γραφεία της εταιρείας στη Λεωφόρο Κηφισίας που θα εγκαινιασθούν τον Μάιο θα διοργανώνονται και σχετικές εκδηλώσεις με εκπροσώπους από όλον τον κόσμο.

Με την εξαγορά της Taxibeat από την Daimler έναντι 45 εκατομμυρίων (που τα μοιράστηκαν, όχι βέβαια με το ίδιο ποσοστό, καμιά πενηνταριά άτομα – εκτός από όσους είχαν συνεισφέρει στο αρχικό κεφάλαιο και οι υπάλληλοι στους οποίους ο Νίκος Δρανδάκης έδινε μετοχές) στον τραπεζικό του λογαριασμό προστέθηκαν αρκετά μηδενικά. Αλλάζει πολύ η ζωή ύστερα από αυτό; «Αλλάζει, πώς δεν αλλάζει. Και στα πρακτικά αλλά, το πιο σημαντικό, ως προς το πώς σκέφτεσαι το μέλλον». Η επιτυχία της TaxiBeat όμως προκάλεσε και τον φθόνο, τις κόντρες, τον πόλεμο με το ΣΑΤΑ και τον πρόεδρό του Θύμιο Λυμπερόπουλο. Δέχθηκε ποτέ απειλές σε αυτήν την ιστορία; Γελάει πριν μου απαντήσει. «Οταν πρωτοκάναμε την εταιρεία, έπαιρνα κάποια ανώνυμα τηλεφωνήματα, μου έλεγαν «Κλείσ’ το, θα μπεις φυλακή. Ο Λυμπερόπουλος κατάφερε να κλείσει μία εταιρεία με μοτοταξί που είχε κάνει ο Χρήστος Λαμπράκης. Εσένα θα σε πάει φυλακή και πολλά χρόνια μάλιστα». Ε, δεν τους έπαιρνα στα σοβαρά. Καταλαβαίνεις τι απαντούσα. Δεν είναι κομψό να σου πω τι ακριβώς τούς έλεγα ότι θα μου κάνουν».

Ωστόσο δεν ήταν αυτές οι κόντρες τα πιο δύσκολα στην ώς τώρα διαδρομή του με την Taxibeat – που μετά την εξαγορά από την Daimler έγινε Beat. «Τη ζημιά την πάθαμε στη Βραζιλία όπου πήγαμε το 2014 όταν ήμασταν στη μεγάλη μας έξαρση. Τότε είχαμε πολλές προτάσεις από ομογενείς να πάμε το Taxibeat στη χώρα τους, κρίναμε ότι η καλύτερη περίπτωση ήταν το Ρίο ντε Ζανέιρο. Ηταν μεγάλη αγορά, κάναμε εκεί γραφεία, τον πρώτο χρόνο πήγαμε πολύ καλά, ανοίξαμε μετά και το Περού που επίσης πήγε πολύ καλά. Αλλά, εν τω μεταξύ, χάσαμε τη Βραζιλία. Και μαζί έχασα έναν πολύ καλό συνεργάτη που αποχώρησε και μία χρηματοδότηση. Μας κόστισε πολύ ψυχολογικά. Εκανα λάθη». Διδάχτηκε από τα λάθη του; «Ναι γιατί τα αναγνώρισα και τα παραδέχθηκα αμέσως. Γι’ αυτό πήγε καλά το Περού». Τελικά το ένστικτο ή η γνώση μετράει περισσότερο στη δουλειά του; «Νομίζω ότι το ένα ταΐζει το άλλο».

Περισσότερη γνώση, καλύτερες αποφάσεις

Ποιο είναι, κατά τη γνώμη του, το χαρακτηριστικό του καλού επιχειρηματία; Σκέφτεται λίγο πριν απαντήσει. «Να έχει τη διάθεση να μαθαίνει. Οι Αμερικάνοι έχουν μια πολύ ωραία έκφραση: learning machine. Εχω ακούσει ότι το λένε για τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ (σ.σ.: του Facebook). Πως όταν είσαι μαζί του, σου κάνει χιλιάδες ερωτήσεις. Οποιος κι αν είσαι, θέλει να μάθει κάτι από σένα. Ρωτάει συνεχώς για να παίρνει πληροφορίες… Ναι, αυτό θεωρώ ότι σημαίνει ταλέντο επιχειρηματία. Να μην είναι ξερόλας. Κάτι που μας χαρακτηρίζει ως λαό». Και συνεχίζει: «Ο,τι μαθαίνεις, όχι μόνο πάνω στο αντικείμενό σου, αλλά γενικά, για την Τέχνη, για τη μόδα, για δεν ξέρω εγώ τι, με κάποιον τρόπο, μεταφράζεται στο να παίρνεις καλύτερες αποφάσεις στη δουλειά σου». Ο ίδιος διαβάζει πολύ, κάνει οπωσδήποτε μία φορά την εβδομάδα παραγγελία από την Amazon. Οχι τόσο λογοτεχνία όσο πιο εξειδικευμένα βιβλία. Τελευταία ενδιαφέρεται και για τις εικαστικές τέχνες, κυρίως τη σύγχρονη τέχνη και έχει αρχίσει να κάνει μια μικρή συλλογή. Μου λέει με ενθουσιασμό πόσο μεγαλειώδες του φάνηκε το περιστατικό με την αυτοκαταστροφή του πίνακα του Banksy στη δημοπρασία των Sotheby’s. Και ακόμη περισσότερο το ότι ο αγοραστής που τον είχε «χτυπήσει» τον κράτησε σχισμένο γνωρίζοντας ότι η αξία του ήταν πλέον μεγαλύτερη από την αρχική.

Πώς είναι τα ωράρια και οι ρυθμοί του; «Θέλω οπωσδήποτε οκτώ ώρες ύπνο την ημέρα. Ξέρεις, το πρότυπο του επιτυχημένου επιχειρηματία είναι ότι ξυπνάει στις έξι το πρωί, κάνει διαλογισμό, μετά κάνει γυμναστική, μετά πάει τα παιδιά του στο σχολείο και μέχρι να πάει στη δουλειά του έχει περάσει η μισή μέρα. Δεν είμαι καθόλου τέτοιος τύπος. Στο σχολείο πάντα έχανα την πρώτη ώρα. Μετά, ακόμη χειρότερα.

Τα τελευταία χρόνια έχω καταφέρει να ξυπνάω μέχρι τις εννέα». Και ως προς τα άλλα must του σύγχρονου lifestyle, υγιεινή διατροφή για παράδειγμα; «Προσπαθώ να τρώω σωστά, αλλά όχι υπερβολές. Τρώω κρέας, μου αρέσει το καλό φαγητό, τα καλά εστιατόρια, τα ψάχνω και στα ταξίδια μου στο εξωτερικό». Ο ίδιος μαγειρεύει; «Οχι, δεν το έχω καθόλου. Δεν μου αρέσει». Γυμναστική; «Ούτε και με αυτό τα έχω καταφέρει. Κάνω κάποια δίμηνα, τρίμηνα, μετά τα παρατάω. Και διαλογισμό έχω κάνει για κανένα δίμηνο, το παράτησα κι αυτό».

Ο καλός πολιτικός και ο καλός έμπορος

Από μία τυχαία αναφορά στον Γιάνη Βαρουφάκη η κουβέντα πάει στον ναρκισσισμό. Με δική του ερώτηση, ψάχνουμε την αντίθετη έννοια. Χρησιμοποιεί την αγγλική λέξη humble που, στην ελληνική μετάφρασή της, εμπεριέχει μία ειδική απόχρωση του «ταπεινός». «Στις συνεντεύξεις που κάνουμε στην εταιρεία προκειμένου να προσλάβουμε κάποιον, κρατάμε σημειώσεις ότι σε αυτό είναι καλός, σε αυτό λιγότερο καλός, σε αυτό περισσότερο. Επειδή η λίστα που τσεκάρουμε είναι στα αγγλικά, το humble υπάρχει πάντα. Είναι πολύ σημαντικό όταν συνδυάζεται με άλλα στοιχεία, όπως το να είναι ένας άνθρωπος με δύναμη και να αγαπά τη δουλειά του.

Σημαίνει ότι έχει διάθεση να μάθει, να ακούσει, να αφήσει χώρο στους άλλους». Τον ρωτάω αν ένας καλός πολιτικός – χρησιμοποιούμε ως αναφορά τον Ανδρέα Παπανδρέου – θα μπορούσε να είναι καλός επιχειρηματίας. «Εμπορος ναι, επιχειρηματίας όχι. Ο έμπορος πουλάει. Ο επιχειρηματίας φτιάχνει». Αφού λοιπόν μιλάμε για επιχειρηματίες, πιστεύει ότι η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα μπορεί να ανακάμψει; «Ακόμη ναι!». Και τι πρέπει να γίνει γι’ αυτό; «Εκλογές».

Μάνη Μάνη

Φαλήρου 10, Κουκάκι

Φάβα με σύγγλινο Μάνης και καραμελωμένα κρεμμύδια       €7,00

Απλή ελληνική σαλάτα με «χώμα» ελιάς, ντομάτα, αγγούρι, πιπεριές, κρεμμύδι, πλιγούρι, φέτα σε φύλλο κανταΐφι, βινεγκρέτ από σουμάκ και δυόσμο       €9,50

Τραχανότο με ορτύκι, καρότο, πράσο και φρέσκο κρεμμύδι       €13,50

Μπιφτεκάκια black angus με κρέμα καπνιστής μελιτζάνας, πίτα και σάλτσα πικάντικου γιαουρτιού       €13,00

Εμφιαλωμένο νερό, ψωμί       €8,50

Σύνολο €51,50