Είναι, θεωρώ, από τα χαρακτηριστικά της οικονομικής κρίσης, παυσίλυπο στις δυσκολίες και τα αδιέξοδα. Η αναζήτηση της ουσίας μέσα από τα θραύσματα του παρελθόντος, μέσα από τις αξίες και τα οράματα παλαιότερων εποχών, αυτών που οδήγησαν μια χώρα σαν κοριτσάκι ντυμένο με τσίτι στα πλουμίδια της ευημερίας (άσχετο αν τα πλουμίδια έγιναν, στη συνέχεια, βαρίδια που την τράβηξαν προς τα κάτω). Ο,τι είχαμε παραπετάξει στα χρόνια του μεγάλου πάρτι, ό,τι θεωρούσαμε άχρηστο, «ρούχο» που δεν θα το ξαναφορούσαμε γιατί είχε γεμίσει η ντουλάπα μας με καινούργια, το αναζητάμε τώρα, ενίοτε και με αγωνία. Στην απαξία του «παλιακού» ανιχνεύουμε τώρα τη δύναμη του παλιού. Οχι ως παθητική νοσταλγία, αλλά ως καύσιμη ύλη της ανάκαμψης. Δεν είναι μόνο οι αναμνήσεις, είναι και η απαραίτητη αίσθηση της συνέχειας. Γειτονιές που παρήκμαζαν ξαναπαίρνουν ζωή κι εκείνο το «έτος ιδρύσεως 19…» αποκτά μία ιδιαίτερη βαρύτητα. Ενα ακόμη κεφάλαιο, πολύ σημαντικό, σε αυτό το αφήγημα η επαναλειτουργία του Αλσους στο Πεδίον του Αρεως από τον επιχειρηματία Ηλία Μαροσούλη και τον Διονύση Σαββόπουλο. (Κηποθέατρα δεν τα έλεγαν αυτά παλιά;). Ενας χώρος καταγεγραμμένος στη μνήμη, μέσα από παλιές ελληνικές ταινίες και αναφορές στον πάλαι ποτέ εμβληματικό οικοδεσπότη του Γιώργο Οικονομίδη, ακόμη και αυτών που δεν το είχαν επισκεφθεί. Με εναλλασσόμενο εβδομαδιαίο πρόγραμμα που κι αυτό αλλάζει από μήνα σε μήνα – ζουρ φιξ τις Δευτέρες με προσκεκλημένους καλλιτέχνες, προσεχώς το «θεατράκι της Τετάρτης», οι νέες δυνάμεις τις Πέμπτες (Κατερίνα Πολέμη, Βιολέτα Ικαρη και άλλοι), τα πιο ωραία λαϊκά με τη Λίνα Νικολακοπούλου τις Παρασκευές και Σαββατοκύριακα με τον Σαββόπουλο. Και Καραγκιόζη τα μεσημέρια της Κυριακής. Και αναμένονται και άλλες συνεργασίες – έκπληξη, όπως αυτή με τον Νίκο Καραθάνο. Περνώντας πλέον το κατώφλι του Αλσους είναι σαν να ματίζεις το νήμα με τα «καλύτερά μας χρόνια». Το πολύ σημαντικό όμως είναι ότι με την επαναλειτουργία του ξαναπαίρνει τα πάνω της μια περιοχή – και το Πεδίον του Αρεως – βεβαρημένη μέχρι πρόσφατα, που «καθαρή» και απόλυτα ασφαλής πια ξαναμπαίνει στον χάρτη της πόλης μας.

Η πόλη «στα σημεία»

Οδός Βουλής, στο τμήμα ανάμεσα στην Καραγεώργη Σερβίας και την Κολοκοτρώνη. Εκεί όπου μέχρι και τη δεκαετία του 1990 αναδίδονταν οι «μυρωδιές» της αστικής Αθήνας. Η μυρωδιά του φρέσκου βουτύρου από τις τυρόπιτες του Λομποτέση («Αριστον»), το χαρακτηριστικό «άρωμα» του μελανιού από τα παλιά μικροτυπογραφεία και σφραγιδογραφεία, η αίσθηση μιας πόλης που αναπτύσσεται ακόμη και μέσα από τα ευημερούντα μικρομάγαζά της. Μετά, ήρθαν τα δύσκολα μαζί με την οσμή της εγκατάλειψης και των ούρων. Ταμπέλες που κατέρρεαν όπως κατέρρευσαν και οι μικροεπιχειρηματίες της περιοχής. Λουκέτα και ρολά κατεβασμένα. Και μέρες που έμοιαζαν με νύχτες. Ομως τώρα, η «Στοά Εμπόρων», εκεί στη Βουλής, ξαναπαίρνει ζωή ύστερα από πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίων που, μετά την επαναλειτουργία επτά καταστημάτων στην Πλατεία Θεάτρου, εγκαινίασε προχθές και την επαναλειτουργία άλλων οκτώ στη στοά της οδού Βουλής. Καταστήματα μέσα στο πνεύμα της εποχής, μια καλή ιδέα για να αγοράσουμε και από εκεί τα χριστουγεννιάτικα δώρα μας. Στις 22 και 23 Δεκεμβρίου μάλιστα, είμαστε καλεσμένοι όλοι σε προχριστουγεννιάτικο πάρτι στην περιοχή με σύνθημα «Ζήσε την Αθήνα στα σημεία».

Η «Εθνική» της τυρόπιτας

Πριν από λίγες μέρες, τα λέγαμε από αυτήν τη σελίδα για τα «εθνικά» μας στριτφουντάδικα, δηλαδή τα τυροπιτάδικα. Και μια και αναφέραμε παραπάνω τον Λομποτέση της Βουλής, οι έχοντες μνήμη αθηναϊκής τυρόπιτας δεν μπορούμε να μη σκεφτούμε το «Μαμς». Με την ίδια επιγραφή, σε απόλυτη αισθητική 60s, όπως τότε που άνοιξε, στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ενα μαγαζί στη γωνία Ιπποκράτους και Πανεπιστημίου και άλλο ένα, που είναι και το παρασκευαστήριο, στην Πεσμαζόγλου. Δεν ξέρω ποιο άνοιξε πρώτο. Ξέρω ότι αυτές οι τυρόπιτες, κασερόπιτες, σπανακόπιτες, ο ήχος του φρέσκου, κριτσανιστού φύλλου που σπάει στην πρώτη δαγκωματιά, οι λαμαρίνες που μπαίνουν και βγαίνουν στον φούρνο μπροστά στα μάτια μας, είναι μια πολυτέλεια καθημερινότητας που τη χρωστάμε στις καθ’ οδόν λιγούρες μας.

Τι μου αρέσει, τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα

Μου αρέσει που, επιτέλους, «καθάρισε» το Πεδίον του Αρεως, που ξαναπηγαίνουν εκεί μαμάδες με τα παιδιά τους και κάνουν βόλτα οι ηλικιωμένοι. Που ο Μαροσούλης και ο Σαββόπουλος άνοιξαν πάλι το Αλσος, που νοικιάστηκε το Green Park. Που έχουν αναβαθμιστεί και «ζωντανέψει» περιοχές οι οποίες μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν εγκαταλελειμμένες. Από την Πλατεία Αγίας Ειρήνης έως τη Φωκίωνος Νέγρη και την Πλατεία Αγίου Γεωργίου. Που υπάρχουν στην Αθήνα τόσα πολλά μικρά θέατρα.

Δεν μου αρέσει που τα πάρκα της πόλης είναι αναξιοποίητα – στην καλύτερη περίπτωση λειτουργούν απλώς ως χώροι πρασίνου. Που στα πανεπιστήμια υπάρχει σύγχυση σχετικά με το άσυλο ιδεών και το άσυλο παράνομων πράξεων. Που το παρεμπόριο έχει απλωθεί σε όλους τους δρόμους της πόλης, που οι μουντζούρες θεωρούνται γκράφιτι. Δεν μου αρέσει που το mainstream θέατρο καταλήγει, σε πολλές περιπτώσεις, στο κιτς.