Οταν οι λαοί της Ευρώπης που για χρόνια υπάκουαν στις «ιερές» εντολές του Βατικανού και κάτω από τις σημαίες του Πάπα κινούσαν για να ελευθερώσουν τα Ιεροσόλυμα, αλλά, αν τους βόλευε, στον δρόμο τους μπουκάρανε και στην Κωνσταντινούπολη και δεν έφευγαν αν δεν περνούσε αιώνας, όταν λοιπόν κάποια στιγμή του χρόνου αντιλήφθηκαν πως μιλούσαν άλλες γλώσσες, χόρευαν άλλους χορούς, τραγουδούσαν νανουρίζοντας, γιορτάζοντας ή μοιρολογώντας άλλους σκοπούς, ρυθμούς και σύμβολα, όταν συνειδητοποίησαν πως είχαν άλλες γιορτές, άλλες παροιμίες, άλλα αστεία και άλλα «νούμερα», προχώρησαν σταδιακά αλλά σταθερά στη δημιουργία εθνικών κρατών. Αυτό δεν έγινε χωρίς τη συμβολή, την ίδια εποχή, της Αναγέννησης των γραμμάτων και τεχνών αλλά και της πολιτικής φιλοσοφίας. Ετσι, επιστρέφοντας στα μεγάλα κείμενα και στον Ηρόδοτο, θεμελίωσαν τις νέες πολιτικές οντότητες περίπου πάνω στον ορισμό του μεγάλου πρώτου ιστορικού για την εθνότητα. Αυτός ο ορισμός καθορίζει το έθνος ως μία ομάδα ανθρώπων που έχουν ως γνωρίσματα της ιδιαιτερότητάς τους το όμαιμον, το ομόθρησκον, το ομόγλωσσον, το ομότροπον και την κοινή ιστορική παράδοση.

Από αυτά τα ηροδότεια γνωρίσματα στα νεότερα ευρωπαϊκά έτη, και μάλιστα μετά την ανάμειξη πολλών φυλετικών τύπων και μετά τα θρησκευτικά χριστιανικά δόγματα, επικράτησαν τα γλωσσικά και τα ομότροπα (κοινά ήθη και έθιμα) και ιστορικά δεδομένα ως κριτήρια ιδιαίτερης εθνοτικής ταυτότητας. Είναι τότε που οι λαοί ανακάλυψαν τους ιδιαίτερους μύθους, τα παραμύθια, τα τραγούδια και τη μουσική τους παρακαταθήκη, τους χορούς και τις λαϊκές τους παραδόσεις, ήθη, έθιμα, γιορτές. Τότε πήρε υπόσταση ξανά η κοιμισμένη έννοια πατρίδα, όχι βέβαια ως ιδεολόγημα αλλά ως κυριολεκτική αναφορά στο πεδίο αναφοράς. Εχω κι άλλοτε αναφερθεί πως η λέξη πατρίδα (που την έχουν δανειστεί σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες) είναι στην ομηρική γλώσσα επίθετο κατά παράλειψη του ουσιαστικού Γαία – Πατρίς Γαία, η γη του πατέρα. Εκεί όπου γεννήθηκε, μόχθησε, έκανε οικογένεια, πέθανε ο πατέρας. Οταν οι Τούρκοι σκλάβωναν ελληνική γη και έδιωχναν από τον τόπο τους τούς Ελληνες, οι φυγάδες έπαιρναν μαζί τους τα οστά των προγόνων τους, την ουσία της πατρίδας, όλα τα άλλα ρομαντικά και ιδεολογικά τέρατα που πληρώσαμε ακριβά διαστρέβλωσαν τη ρεαλιστική σήμανση της πατρίδας.

Αν έκανα αυτόν τον πρόλογο, όχι νομίζω για πρώτη φορά, είναι για να μείνω σήμερα σ’ ένα από τα δεινώς ταλαιπωρούμενα δομικά στοιχεία της πατριωτικής ταυτότητας. Το τραγούδι. Και πρώτα χρειάζεται τάχα να θυμίσω τη μοναδική διεθνώς αυτή σημασία που μόνο συνδυάζει το άσμα με την τραγωδία. Εδώ λοιπόν ας σταθώ για να προσπαθήσω να εξηγήσω πώς μέσα στους αιώνες ταξίδεψε αυτή η έννοια που παραπέμπει τον λυρισμό σε μία από τις σημαίνουσες εκδοχές του, το τραγικό είδος. Τα χορικά. Υπάρχουν βέβαια ελληνικές έννοιες του λυρικού ιδιώματος, η ωδή, το θούριο, ο ύμνος, ο θρήνος, το νανούρισμα, το μέλος κ.τ.λ. Ολα αυτά όμως σιγά σιγά πήραν τον γενικό χαρακτήρα του τραγουδιού, ίσως γιατί ήταν έντονη η λαϊκότερη αποδοχή του τραγικού τελετουργικού. Ας παραπέμψω πάλι στις παραλογές (συντομευμένη λέξη του όρου παρακαταλογή) που ήταν αφηγηματικά τραγούδια που αντλούσαν θέματα από θεατρικά δρώμενα.

Εχω κι άλλοτε εδώ εξηγήσει πως στα ελληνιστικά χρόνια, στις μεγάλες πολυεθνικές πόλεις (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια), οι περιοδεύοντες μίμοι παρίσταναν με παντόμιμο σπουδαίες τραγικές παραλλαγές και ανάλογα με τη σύνθεση του ακροατηρίου τους ένας αφηγητής εξηγούσε τα δρώμενα, παρα-κατα-λέγοντας αφηγούμενος δίπλα στους μίμους. Διασώζει αυτή την περίοδο θεατρικής τέχνης ο Σαίξπηρ στο δρώμενο που παίζουν μίμοι στο παλάτι της Ελσινόρης, μιμούμενοι με αφήγηση τη δολοφονία του πατέρα του Αμλετ.

Τόσο βαθιά ίχνη έχει και στη χώρα μας το τραγώδιον.

Σήμερα η έρευνα του δημοτικού μας τραγουδιού αλλά και της ιστορίας τού τραγικού είδους στην αρχαία Αθήνα έχει διευρύνει την παλιότερη άποψη ότι η τραγωδία, όπως ισχυρίζεται ο Αριστοτέλης, προήλθε από τον διθύραμβο και τα διονυσιακά δρώμενα. Σήμερα έχουν εντοπιστεί σαφή δείγματα αναφοράς στα ταφικά έθιμα, στα μοιρολόγια και στις γαμήλιες λαϊκές τελετές.

Ετσι, με άνεση μπορεί κανείς να αναγάγει τις παλαιότερες επιδράσεις στο δημοτικό τραγούδι πράγματι στο τραγικό ιδίωμα. Ετσι, τα μοιρολόγια, του κάτω κόσμου, τα νανουρίσματα, τα τραγούδια του γάμου, της ξενιτιάς, ακόμη και τα κλέφτικα, εκτός εμφανώς από τις παραλογές, έρχονται να μας συναντήσουν από τα χρόνια της Σαπφώς, του Αλκαίου, του Πινδάρου και αργότερα από τον Ακάθιστο Υμνο και τον Ρωμανό τον Μελωδό.

Ερχεται ο ήχος του Φήμιου που τραγουδά στα τραπέζια όπου φιλοξενούνταν ο Οδυσσέας στο νησί της Καλυψώς, της Κίρκης και του Αλκίνοου.

Αυτή η σωτήρια πολιτισμική λέμβος μαζί με τους κυκλικούς χορούς συντήρησαν μαζί με τη γλώσσα το δούλο γένος τετρακόσια χρόνια.

Ενας Ελληνας γεννιόταν και μεγάλωνε με το νανούρισμα, αργότερα το ταχτάρισμα, τα τραγούδια της αγάπης κάτω από τα παράθυρα της αγαπημένης, τα τραγούδια του γάμου, της ξενιτιάς, όταν αναζητούσε αλλού το ψωμί του, τα εργατικά τραγούδια, του τρύγου, της σποράς, του θερισμού, της εορταστικής τάβλας, τα μοιρολόγια.

Υστερα ήρθαν μαζί με τις περιπέτειες του γένους, καλές και επώδυνες, τα τραγούδια της μετανάστευσης και της προσφυγιάς και τα αστικά τραγούδια, τα ρεμπέτικα και τ’ αργεντίνικα τάνγκο και τα βιεννέζικα βαλς και οι σάμπες και οι ρούμπες και τα σουίνγκ. Αυτός ο λαός τραγουδούσε απροκατάληπτα και συχνά, όπως πάντα στις ακμές του, με οίστρο αφομοιωτικό.

Οι τρεις καμπαλέρος έγιναν λαϊκό τραγούδι του Βαμβακάρη, «Οι τρεις καμπαλάρηδες ήταν βαρκάρηδες»!

Τους αστούς διασκεδαστές Αττίκ, Χαιρόπουλο, Γιαννίδη, Σουγιούλ, Μουζάκη, Ζακ Ιακωβίδη, που τα τραγούδια τους συνόδεψαν τους γονείς μας στα γαμήλια γεύματα και στα χοροδιδασκαλεία, ήρθαν να προσγειώσουν ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης, ο Καλδάρας, ο Ακης Πάνου και μια σειρά μαζί με τον Μάρκο από έξοχους αποσυνάγωγους που τραγουδήθηκαν στα στρατόπεδα αλλά και στην Κορέα και στα νησιά της εξορίας και στα βαγόνια που ξεφόρτωναν νιάτα στη Γερμανία και στου Βελγίου τις στοές.

Και εκεί στο ’55 με ’60, δίπλα στην «Αυλή» του Καμπανέλλη, στους ναύτες του Τσαρούχη και στο Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, στους λαϊκούς χορούς της Δόρας Στράτου, την Παξινού στην «Εκάβη», τον Μινωτή στον «Οιδίποδα», την Παπαθανασίου στην «Ηλέκτρα» του Ροντήρη, ξεκινάει η εποποιία που εγκαινίασε ο Χατζιδάκις με τις «Λαϊκές ζωγραφιές» για να συνεχίσει ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης με τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και την εξαίσια γενιά νέων ταλαντούχων μουσικών που τους ακολούθησαν, από τον Ξαρχάκο, τον Μαρκόπουλο, τον Πλέσσα, τον Λοΐζο και τον Σπανό μέχρι τον Σαββόπουλο, τον Χατζή, τον Κουγιουμτζή, τον Χατζηνάσιο, τον Νικολόπουλο και τις φωνές της Μπέλλου, του Καζαντζίδη και του Μπιθικώτση. Δεν εξαντλώ τον σπουδαίο κατάλογο.

Τώρα, γιατί το τραγούδι, ταυτότητα του λαού μας και σωσίβιο, σιωπά; Υπάρχουν νέοι συνθέτες και σημαντικοί στιχουργοί και καλές φωνές που δεν βρίσκουν το κοινό που τους πρέπει αν δεν πνίγονται μέσα στη σαβούρα της εγχώριας προχειρότητας και την εισαγόμενη τυραννική αμερικανική μόδα. Αλήθεια, πού είναι το γαλλικό, το ιταλικό, το ισπανικό, ακόμη και το γερμανικό τραγούδι;

Δεν έχω τίποτα με το αμερικανικό σπουδαίο τραγούδι, αλλά να στο μονοφάι μια έγκωσε.

Με αγχώνουν οι κατά παραγγελία πλέι λιστ του ραδιοφώνου και αγανακτώ με το ντάμπα ντούμπα της προγραμματισμένης ηλεκτρονικής ντραμς.