Καταγγελία του Μίκη Θεοδωράκη: «Καταγγέλλω στον ελληνικό λαό και στους φίλους της μουσικής μου στο εξωτερικό ότι το έργο μου έχει γίνει και πάλι αντικείμενο διωγμού.

Αυτή τη φορά από μέρους του διορισμένου από την παρούσα κυβέρνηση κυρίου Κουμεντάκη, διευθυντή της Λυρικής Σκηνής. Η δίωξη και ο αποκλεισμός μου από έναν δημόσιο οργανισμό θεωρώ ότι γίνεται με τρόπο αυθαίρετο, καταχρηστικό και προπαντός ανεξάρτητο από την αποτίμηση της αξίας της καλλιτεχνικής προσφοράς μου. Πρόκειται για αποκυήματα προσωπικού πάθους και μισαλλοδοξίας που όμως -μεταξύ άλλων – εκθέτουν την κυβέρνηση του κ. Τσίπρα, γιατί μπορεί να εκληφθούν ως πράξης εκδίκησης λόγω των γνωστών πολιτικών μου πεποιθήσεων και θέσεων».

Το Μίκη τον γνωρίζω από τότε που ήμουν παιδάκι στο Δημοτικό. Κι ακριβώς επειδή τον γνωρίζω, δεν μπορώ να πιστέψω πως παρόμοιες πρωτοβουλίες είναι δικές του. Ο μέγιστος συνθέτης μας τέτοιες μιζέριες δεν θα τις έκανε ποτέ. Αλλωστε το έργο του δικαίως προβάλλεται και δεόντως τιμάται πάνω από μισό αιώνα. Τι παραπάνω πια; Τι ανάγκη έχει από ανόητες καταγγελίες κοτζάμ Μίκης; Γι’ αυτό και διερωτάται κανείς: τα γράφει ο ίδιος ή άλλοι για λογαριασμό του; Κι αν ισχύει το δεύτερο, δεν υπάρχει δίπλα του ένας άνθρωπος να προστατέψει την εικόνα του από τέτοιες πρωτοβουλίες;

Η (συγκεκριμένη) «γυναίκα στην πλατεία» (moi) λατρεύει την όπερα και είναι τακτική «θαμώνας» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ο καλλιτεχνικός της διευθυντής Γιώργος Κουμεντάκης πρόσφερε σε εμάς τους φιλόμουσους σπουδαίες παραστάσεις – μουσικές, λυρικές, χορευτικές. Εδωσε βήμα σε νέους συνθέτες, κάλεσε σημαντικούς δημιουργούς από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Το όραμά του έφερε μια νέα πνοή στην ΕΛΣ. Αλλωστε κι ο ίδιος είναι ένας εξαίρετος και διεθνώς βραβευμένος μουσικοσυνθέτης με έργα συμφωνικής μουσικής, όπερας, θεάτρου και κινηματογράφου.

Μίκη μου, εσύ πάντα στήριζες τις νεότερες γενιές συνθετών. Τι σ’ έπιασε τώρα; Η υστεροφημία σου εσένα δεν στηρίζεται σε καμιά παράσταση. Είσαι πανύψηλος, αγαπημένε μου – μεταφορικά και κυριολεκτικά. Μην αφήνεις κανέναν να σε κονταίνει.

Με αγάπη βαθιά, η Ελενα που μεγάλωσε.