Ησυγκυρία: Από τον Σεπτέμβριο και μετά έχουμε μπει σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Το κλίμα αυτό σχετίζεται τόσο με τα αντικειμενικά δεδομένα (σίγουρες εκλογές για Αυτοδιοίκηση και Ευρωβουλή το Μάιο και επίσης σίγουρες βουλευτικές εκλογές εντός του επόμενου χρόνου) όσο και με τις πολιτικές κινήσεις που γίνονται στη δημόσια σκηνή (ανακοίνωση υποψηφιοτήτων, προεκλογική ρητορική και προεξόφληση εκλογικών συσχετισμών, αναδιατάξεις και συμπράξεις πολιτικών κινήσεων).

Ταυτόχρονα, οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με το τυπικό τέλος της μνημονιακής περιόδου, μεταβάλλουν τη δημόσια συζήτηση με ταχύτατους ρυθμούς. Η διανομή του υπερπλεονάσματος, το Μακεδονικό, οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, η συνταγματική αναθεώρηση και μια σειρά άλλων θεμάτων λειτουργούν αμφίδρομα. Συσπειρώνουν ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς, αλλά ταυτόχρονα αφήνουν πολιτικό χώρο στη Νέα Δημοκρατία να συσπειρώσει και εκείνη τον χώρο της εξ αντανακλάσεως (κυρίως για το Μακεδονικό και τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας) και κυρίως της αφήνουν χώρο να κυριαρχήσει στο βασικό αίτημα της εποχής, το αίτημα της Ανάπτυξης και να δώσει στο προβάδισμα της πιο «δομικά» χαρακτηριστικά.

Αλλά ας τα δούμε αναλυτικότερα.

 

Παρατήρηση πρώτη

Οι βασικές πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ, παρά το ότι έχουν περιορισμένη αποδοχή στο σύνολο της κοινής γνώμης, συσπειρώνουν ένα τμήμα όσων αναγνωρίζονται στην Αριστερά και έτσι ωθούν ανοδικά την εκλογική του δυναμική. Συγκεντρώνει σήμερα το υψηλότερο ποσοστό του μέσα στην τελευταία τριετία με πρόθεση ψήφου 20,4% και ειδικά σε όσους αυτοποθετούνται στην Αριστερά, σημειώνει άνοδο 11 ποσοστιαίων μονάδων μέσα σε έναν μήνα (από το 37% του Οκτωβρίου στο 47,7% τώρα). Επιπλέον, τα μέτρα διανομής του υπερπλεονάσματος που ανακοινώνονται από τα κυβερνητικά στελέχη, αξιολογούνται θετικά από το 35% του συνόλου της κοινής γνώμης και το 61% των πρώην ψηφοφόρων ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο το 50% τα αξιολογεί αρνητικά και μεταξύ των ελευθέρων επαγγελματιών και επιχειρηματιών οι αρνητικές αξιολογήσεις φτάνουν στο 60%. Σε κάθε περίπτωση το τμήμα εκείνο της κοινής γνώμης που αξιολογεί θετικά τα μέτρα και τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης αναπτύσσει προσδοκίες και αυτό αντανακλάται στον δείκτη των προσδοκιών για τη μελλοντική οικονομική κατάσταση της χώρας. Ετσι, ο δείκτης οικονομικής εμπιστοσύνης αν και συνεχίζει να παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, εμφανίζει βελτίωση και κινείται στο -40 που είναι η καλύτερη επίδοση που έχει καταγραφεί μετά το πρώτο εξάμηνο της επικράτησης ΣΥΡΙΖΑ και υπουργίας Βαρουφάκη.

Ολα αυτά βελτιώνουν τις επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως μέσω της ανόδου της συσπείρωσης του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στους μισθωτούς, τους ανέργους και τους φοιτητές έχει επανακάμψει και διαθέτει ισοδύναμα ποσοστά πρόθεσης ψήφου με αυτά της Νέας Δημοκρατίας.

 

Παρατήρηση δεύτερη

Με βάση τα προηγούμενα, θα περίμενε κανείς τα πράγματα να οδηγούνται σε μια ανατροπή των συσχετισμών ή τουλάχιστον σε σοβαρή μείωση της διαφοράς ΣΥΡΙΖΑ από ΝΔ. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει.

Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία συνεχίζει επίσης την ανοδική της πορεία και εξαιτίας και της συμπίεσης των τριών μικρότερων κομμάτων που φαίνεται σήμερα να δυσκολεύονται να εισέλθουν εκ νέου στη Βουλή αν είχαμε εκλογές, φαίνεται να είναι όχι μόνο με άνεση πρώτο κόμμα αλλά και να διαθέτει ισχυρές πιθανότητες αυτοδυναμίας.

Οι κύριες ερμηνείες γι’ αυτό είναι οι εξής:

n Μπορεί οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης να συσπειρώνουν την Αριστερά, αλλά ταυτόχρονα συσπειρώνουν όπως αναφέραμε εξ αντανακλάσεως και την ευρύτερη Κεντροδεξιά, στην οποία η ΝΔ διαθέτει σήμερα πρόθεση ψήφου 74,4% έναντι ποσοστού 62,6% τον Οκτώβριο (άνοδος 12%). Είναι χαρακτηριστικό ότι στο θέμα της ρύθμισης των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, πάνω από δύο στους τρεις από αυτούς που τοποθετούνται στην Κεντροδεξιά και τη Δεξιά (66% και 69% αντίστοιχα) διαφωνούν.

n Επιπλέον, η άνοδος των προσδοκιών από τη συζήτηση για τη διανομή του υπερπλεονάσματος μπορεί να βοηθά την κυβέρνηση να βελτιώσει το κοινωνικό της πρόσωπο έναντι κάποιων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά δεν δημιουργεί προϋποθέσεις στον ΣΥΡΙΖΑ να κυριαρχήσει στο βασικό αίτημα των παραγωγικών στρωμάτων που είναι η προσέλκυση επενδύσεων και η ανάπτυξη, στο οποίο η ΝΔ κυριαρχεί. Είναι χαρακτηριστική η τεράστια απόσταση που χωρίζει τα δύο κόμματα στο ερώτημα «ποιο κόμμα νομίζετε ότι μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις και να φέρει την ανάπτυξη»: η ΝΔ προηγείται με 30 ποσοστιαίες μονάδες του ΣΥΡΙΖΑ (43% έναντι 13%). Ειδικά μεταξύ των ελεύθερων επαγγελματιών οι συσχετισμοί έχουν ως εξής: 56% ΝΔ και 6% ΣΥΡΙΖΑ.

n Αλλά δεν είναι μόνο τα θέματα της οικονομίας στα οποία υστερεί ο ΣΥΡΙΖΑ έναντι της ΝΔ. Και στο μεγάλο θέμα του Μεταναστευτικού/ Προσφυγικού, οι επιδόσεις της κυβέρνησης δεν είναι καλές. Μόλις το 14% των ερωτωμένων θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το κόμμα που μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα αυτό το θέμα, ενώ το ποσοστό της ΝΔ είναι δέκα μονάδες πάνω και ανέρχεται στο 24%.

n Τέλος, η υπεροχή Μητσοτάκη έναντι Τσίπρα συνεχίζεται τόσο στη δημοφιλία (45% έναντι 30%) όσο και σε αντιλαμβανόμενη ικανότητα/ καταλληλότητα καθηκόντων διακυβέρνησης με προβάδισμα για τον κ. Μητσοτάκη 11 ποσοστιαίων μονάδων (31% έναντι 20%).

Παρατήρηση τρίτη

Σε αυτό το κλίμα όλα τα μικρότερα κόμματα συμπιέζονται και ορισμένα από αυτά κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός Κοινοβουλίου. Ωστόσο, οι απρόβλεπτοι παράγοντες που είναι πολλοί και θα εξελιχθούν στο αμέσως επόμενο διάστημα, όσο και κυρίως ο χρονισμός των εκλογών, μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα.  Για παράδειγμα, αν προηγηθούν οι ευρωεκλογές και οι αυτοδιοικητικές εκλογές, κόμματα όπως το ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ άλλα και ορισμένα νεότευκτα σχήματα τόσο από αριστερά όσο και από δεξιά, μπορούν να σημειώσουν εξαιρετικές επιδόσεις που θα πριμοδοτήσουν ενδεχομένως τη συνέχειά τους και θα αδυνατίσουν εκ νέου τον δικομματισμό, ο οποίος σήμερα σημειώνει την υψηλότερη τιμή του μετά τις εκλογές 2015 στην εκτίμηση ψήφου αγγίζοντας αθροιστικά το 65%.

Σε κάθε περίπτωση, μπήκαμε στην εποχή που θα τρέξουν οι πολιτικές εξελίξεις.

Οι αμέσως επόμενοι μήνες θα διαμορφώσουν το νέο μεταμνημονιακό τοπίο της χώρας και σίγουρα δεν μπορούν να προεξοφληθούν από σήμερα.

Ο Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis