Η κυβέρνηση, δύο και πλέον χρόνια μετά την πομπώδη και πανηγυρική από μέρους της εξαγγελία της συνταγματικής αναθεώρησης, κατέθεσε, με έναν καθόλου συναινετικό τρόπο, τις σχετικές προτάσεις της. Ηδη κατέθεσε τις αντίστοιχες προτάσεις και η Νέα Δημοκρατία.

Στις προτάσεις αυτές εμφανίζονται συμπτώσεις, αποκλίσεις αλλά και εκκωφαντικές απουσίες. Τα δύο κόμματα συμφωνούν στην αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και την προσφυγή στις κάλπες. Παραδόξως όμως, αντί να απλοποιήσουν την εκλογή του ΠτΔ με μια πλειοψηφία επί των παρόντων στην τρίτη ψηφοφορία της Βουλής ή ενός ευρύτερου εκλεκτορικού σώματος, προτείνουν, εάν δεν επιτευχθεί αυτό, την προσφυγή στον λαό. Ομως με την ενδεχόμενη αυτή αλλαγή του τρόπου εκλογής του ΠτΔ δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια οιονεί μετατροπή του πολιτεύματος και τη διαμόρφωση μιας δυαδικής μορφής εξουσίας στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο, με ό,τι σημαίνει αυτό.

Συμφωνία, φαίνεται, υπάρχει και για την αλλαγή των διατάξεων σχετικά με την ποινική ευθύνη των υπουργών. Μένει όμως να συγκεκριμενοποιηθούν οι εν λόγω προτάσεις, διότι ενδέχεται να καταστούν εστία διαφωνίας. Οσον αφορά δε το ακανθώδες πρόβλημα του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους, είναι έκδηλη μια αμηχανία στην κυβερνητική πρόταση και μια προσπάθεια συμβιβασμού, τόσο με την εκκλησιαστική ιεραρχία όσο και με την παλιά αριστερή βάση του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση μάλιστα, στην προσπάθειά της να μη συγκρουστεί με την Εκκλησία, αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού. Η δε, κατά δήλωσή της, φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία όχι μόνο αρνείται οποιαδήποτε συζήτηση για το ζήτημα αυτό, αλλά δαιμονοποιεί και την όποια απόπειρα να τεθεί. Προτείνει όμως, ως πανάκεια μάλιστα για τα προβλήματα της παιδείας, την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Το θέμα αυτό μάλλον θα είναι ένα σημείο σύγκρουσης, στην οποία η υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστήμιου θα είναι δυστυχώς αδύναμη,  διότι με ευθύνη της κυβέρνησης έχει αφεθεί στην απόλυτη πολλαπλή παρακμή.

Από τις προτάσεις ακόμα του ΣΥΡΙΖΑ απουσιάζει, εκκωφαντικά, οποιαδήποτε αναφορά στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και αυτό δείχνει ενδεχομένως την κυριαρχία μιας συγκεκριμένης αντίληψης για τη διάκριση των εξουσιών. Αντίθετα, στις κυβερνητικές προτάσεις είναι διάχυτος ένας «συνταγματικός» λαϊκισμός, όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, με την πληθωριστική πρόβλεψη και καθιέρωση δημοψηφισμάτων ακόμα και για τα λεγόμενα εθνικά θέματα. Πρόκειται για μια εκδήλωση κολακείας του υποτιθέμενου αδιαφοροποίητου και ενιαίου «προοδευτικού» λαού και εφαρμογή δήθεν αριστερών αμεσοδημοκρατικών θεσμών, με διαρκώς ελλοχεύοντα όμως έτσι τον κίνδυνο για κατάργηση από συγκυριακές πλειοψηφίες διάφορων πολιτικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων. Αλλη μια εκδήλωση    «συνταγματικού» λαϊκισμού στις κυβερνητικές προτάσεις είναι και η υποτιθέμενη συνταγματική κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων εργασίας. Είναι όμως γνωστό, όπως επιβεβαίωσε και η τρέχουσα κρίση, ότι η τήρηση και η εφαρμογή τέτοιων νομικοπολιτικών ρυθμίσεων εξαρτάται απόλυτα από το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης και τη συνακόλουθη κατάσταση της σχέσης ζήτησης και προσφοράς εργασίας.

Η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος καθορίζεται βέβαια από τους τρέχοντες πολιτικούς, κοινωνικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς. Πρέπει όμως να ενσωματώσει τους αναγκαίους συμβιβασμούς για την όσο το δυνατόν πιο ομαλή κοινωνική και πολιτική συμβίωση, αλλά και τους απαιτούμενους θεσμικούς εκσυγχρονισμούς. Το θέλουν και το μπορούν αυτά τα δύο κόμματα;

Ο Κώστας Καρακώτιας είναι νομικός – κριτικός βιβλίου