Η διάχυση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης στον ευρωπαϊκό Νότο κατέστησε αναπόφευκτη την εφαρμογή προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής (Μνημόνια) στις πλέον ευάλωτες οικονομίες της περιοχής. Σήμερα, χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Κύπρος έχουν αφήσει πίσω τους τα δύσκολα χρόνια καταγράφοντας δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης και έχουν ανακτήσει τον πλούτο που απώλεσαν στα χρόνια της κρίσης. Αντίθετα, η Ελλάδα έπειτα από τρία διαδοχικά προγράμματα αδυνατεί να τροχοδρομήσει στις ράγες της ισχυρής ανάπτυξης που χρειάζεται ο τόπος.  Για τα αίτια της περιορισμένης απόδοσης των ελληνικών προγραμμάτων (ειδικά στο σκέλος των μεταρρυθμίσεων) έχει ορθά επισημανθεί η αποτυχία του ελληνικού πολιτικού συστήματος να υποστηρίξει αποτελεσματικά τις απαιτούμενες αλλαγές. Το τραγικό πρώτο εξάμηνο του 2015 συμβολίζει και περικλείει όλα τα βασικά ελλείμματα κυβερνησιμότητας που εμπόδισαν τη χώρα να βρει τον δρόμο της – ανάμεσά τους ο απύθμενος λαϊκισμός, η τυχοδιωκτική αντίληψη της πολιτικής και η εντυπωσιακή άγνοια του διεθνούς περιβάλλοντος. Πέρα όμως από τις ευθύνες του πολιτικού μας συστήματος, σε ποιον βαθμό ο σχεδιασμός των προγραμμάτων ανταποκρίθηκε στους φιλόδοξους στόχους τους; Το ΔΝΤ φάνηκε περισσότερο θαρραλέο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στην αποτίμηση των προγραμμάτων προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας. Είναι γνωστή η παραδοχή του για την άστοχη εκτίμηση της επίδρασης των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών που βάθυναν σε πρωτόγνωρο βαθμό την ύφεση της οικονομίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ενδιαφέρον η κριτική που διατυπώνει σήμερα ο πρώην πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντεϊσελμπλούμ στο πρόσφατο βιβλίο του Η Κρίση του Ευρώ – η ιστορία εκ των έσω σε Ευρώπη, Ελλάδα και Κύπρο (εκδόσεις Εconomia) αναφορικά με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των ελληνικών οικονομικών προγραμμάτων. Οι επισημάνσεις του δεν περιορίζονται στην αξία της ιστορικής καταγραφής, καθώς αφορούν καίρια ζητήματα πολιτικής οικονομίας που πρόκειται να απασχολήσουν κάθε ελληνική κυβέρνηση που σκοπεύει να ακολουθήσει τη βάσανο της προώθησης μεταρρυθμίσεων τα επόμενα χρόνια:

Πρώτον, η ακολουθία των ελληνικών μεταρρυθμίσεων δεν εξυπηρέτησε τον στόχο της εσωτερικής υποτίμησης. Οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας προηγήθηκαν εκείνων στις αγορές προϊόντων και η πτώση των τιμών δεν ακολούθησε τη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων, εξέλιξη που αδυνάτισε την κοινωνική αποδοχή τους.

Δεύτερον, η εθνική πολιτική τάξη απέφυγε να αναλάβει την ευθύνη της υποστήριξης των μεταρρυθμίσεων και να οικοδομήσει τις, αναγκαίες σε κάθε επιτυχημένο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, κοινωνικές συναινέσεις.

Τρίτον, η δημόσια διοίκηση δεν κατόρθωσε να υποστηρίξει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Ειδικά οι περισσότερο σύνθετες μεταρρυθμίσεις «δεύτερης γενιάς» απαιτούν την ενεργό εμπλοκή μιας αποτελεσματικής διοικητικής μηχανής που όμως, με την εξαίρεση ορισμένων νησίδων ποιότητας, δεν διαθέτουμε.

Τέταρτον, δεν υπήρξε σαφής ιεράρχηση των επιδιωκόμενων αλλαγών. Σπαταλήθηκε πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο σε αλλαγές αμφίβολης ή περιορισμένης αποτελεσματικότητας, ενώ χάθηκε ο ορίζοντας της καθαρής στόχευσης.

Τελευταίο και ίσως περισσότερο σημαντικό, πάντοτε έπειτα από την ολοκλήρωση ενός προγράμματος καραδοκεί ο κίνδυνος της δημοσιονομικής χαλάρωσης. Πραγματικά, η μεταρρυθμιστική κόπωση αλλά και η μακρά παράδοση του μακροοικονομικού λαϊκισμού στη χώρα μας, συνιστούν διαρκή απειλή για μία ενδεχόμενη αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων. Ειδικά σε ό,τι αφορά αυτή την παρατήρηση, τα πρώτα σημάδια δεν είναι ενθαρρυντικά, καθώς φαίνεται πως έχουμε εισέλθει σε μία μακρά προεκλογική περίοδο.