Αν θα έπρεπε με δυο λέξεις να συνοψίσει και να αποτιμήσει κανείς τη χθεσινή ομιλία του Πρωθυπουργού, με την οποία κηρύσσεται, ουσιαστικά αλλά όχι επίσημα, η έναρξη της αναθεωρητικής διαδικασίας, αυτές οι λέξεις θα ήταν, κατά τη γνώμη μου: έλλειψη συνοχής. Εσωτερικής συνοχής και σχέσης με την πολιτική και νομική πραγματικότητα, καθώς και με τις ανάγκες της χώρας και του πολιτεύματος. Παρά την κρισιμότητα της διαδικασίας και κάποιες επιμέρους θετικές προτάσεις, η αίσθηση που αφήνει η κυβερνητική πρωτοβουλία είναι της προχειρότητας και του προκαλύμματος.

Ο Πρωθυπουργός ξόδεψε πολύ χώρο και αντίστοιχη, στα μέτρα του, πνευματική προσπάθεια για να πείσει το κομματικό του αλλά και το εθνικό ακροατήριο ότι η ώρα της αναθεώρησης έχει σημάνει και ότι η πρότασή του είναι όχι μόνο στο ύψος των περιστάσεων αλλά και ρηξικέλευθη. Διαψεύδεται όμως από τις ίδιες του τις εξαγγελίες. Αν η αναθεώρηση ήταν τόσο αναγκαία, γιατί άργησε τριάμισι χρόνια να εκκινήσει τη διαδικασία και το κάνει τη στιγμή της μεγαλύτερης χρονικής στενότητας και πολιτικής αντιπαλότητας; Εφόσον γνωρίζει, όπως οφείλει να γνωρίζει, ότι η αναθεωρητική διαδικασία στηρίζεται στην εξεύρεση υπερκομματικών συναινέσεων, τι χώρος για συναινέσεις υπάρχει όταν, ακόμα και τώρα, κομματικοποιεί την πρόταση αναθεώρησης και διχάζει μέσω του ψευδεπίγραφου «εμείς, οι άσπιλοι ανανεωτές της δημοκρατίας» – «εσείς, το παλιό σύστημα που φταίει για όλα τα δεινά της χώρας»; Τα φληναφήματα περί «μεταδημοκρατικής συνθήκης» που δίνει υπόσταση στο κυβερνητικό διάβημα μόνο θυμηδία προκαλούν και μη κατανόηση του τι εστί Σύνταγμα προδίδουν: σε ένα πραγματικό δημοκρατικό κράτος αυτό που έχει σημασία είναι ο σεβασμός των θεσμών και του Κράτους Δικαίου και η παρούσα κυβέρνηση τα καταβαράθρωσε και τα δύο.

Αλλά και στις επιμέρους προτάσεις παρατηρείται το ίδιο μείγμα αλλοπρόσαλλων και επικίνδυνων στοιχείων. Καθιέρωση της απλής αναλογικής ως παγίου εκλογικού συστήματος σε συνδυασμό μάλιστα με την καθιέρωση της λεγόμενης «εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας» όχι μόνο δεν θα ενδυνάμωναν την κοινοβουλευτική Δημοκρατία αλλά αποτελούν ασφαλή συνταγή ακυβερνησίας (η Γερμανία, που έχει τέτοιου είδους ψήφο δυσπιστίας, έχει εντελώς άλλο εκλογικό σύστημα). Θέσπιση υποχρέωσης οι ανεξάρτητες Αρχές να ιδρύονται με τα 3/5 του συνόλου της Βουλής ισοδυναμεί με πλήρη εξουδετέρωσή τους, αφού με 3/5 δεν είναι πλέον δυνατή ούτε καν η συμφωνία για τους επικεφαλής τους. Δημοψηφίσματα που θα οδηγούν άνευ ετέρου σε νόμους ισοδυναμούν με οχλοκρατία – ενώ το να δοθεί η δυνατότητα σε έναν αριθμό πολιτών να ζητήσουν από τη Βουλή την εισαγωγή σχεδίου νόμου θα ήταν καταρχήν θετικό. Ακόμα και τις λίγες «ώριμες» αλλαγές η κυβέρνηση τις υπονομεύει, είτε διά του δισταγμού (σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, όπου συνεχίζει να επαμφοτερίζει), είτε διά νεφελωδών κατευθύνσεων (ναι στη μη διάλυση της Βουλής για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά όχι, όπως αφήνει ανοιχτό, με απευθείας εκλογή του Προέδρου που θα παραφθείρει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα), είτε διά της πρακτικής της (φυσικά χρειάζεται αλλαγή, διόρθωση ως προς την παραγραφή ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, αλλά πόσο αξιόπιστη είναι μια κυβέρνηση που ποινικοποίησε σε τέτοιο βαθμό την πολιτική ζωή;).

Θα περιμένουμε βέβαια τη συνέχεια, η αρχή όμως δεν γεμίζει κανέναν με αισιοδοξία.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος