Δεν υπάρχει περιστατικό, αναφορά, λεπτομέρεια σε αυτήν την ιστορία από την οποία να μην αναδύεται η φρίκη. Σε κάποιες περιγραφές – σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές – η φρίκη είναι τόσο ακραία, που, για λόγους αυτοπροστασίας υποθέτω, το ανθρώπινο μυαλό προσποιείται ότι δεν τη «βλέπει». Λίγοι από εμάς πιστεύω ότι θα άντεχαν να δουν, ακόμη και στον κινηματογράφο, να τεμαχίζουν με πριόνι έναν άνθρωπο ζωντανό, φορώντας ακουστικά για να μην ακούν τα ουρλιαχτά του. Και αυτό να συμβαίνει μέσα στο προξενείο μιας χώρας. Με πολίτες ανύποπτους να κυκλοφορούν, να κάνουν δουλειές, να διεκπεραιώνουν υποθέσεις στους επάνω και στους κάτω ορόφους. Ούτε καν η επίγνωση του κινηματογραφικού «ψεύδους» δεν αποτρέπει το σφίξιμο και τον πόνο στο στομάχι.

Φρίκη και όταν βλέπεις εκείνη την τελευταία φωτογραφία, τη σέλφι που τράβηξε ο Κασόγκι πριν «χαθεί» στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας. Με την αρραβωνιαστικιά του, τη Χαντισέ, να χαμογελά δίπλα του χωρίς να γνωρίζουν και οι δύο ότι είχε αρχίσει ήδη η αντίστροφη μέτρηση προς το αποτρόπαιο τέλος. Φρίκη και όταν βλέπεις εκείνο το χαριτωμένο βίντεο στο οποίο ο Κασόγκι αναγκάζεται να διακόψει μια τηλεοπτική του εμφάνιση επειδή μια γάτα πήδηξε επάνω του. Μεγάλη φρίκη κι όταν ακούς τον Τραμπ να δηλώνει ότι εκείνον τον πείθει απόλυτα η εξήγηση της Σαουδικής Αραβίας ότι δηλαδή ο δημοσιογράφος απλώς πλακώθηκε με κάποιον.

Αυτή τη φρίκη όμως την προκαλούν τα γεγονότα. Το πώς έγιναν. Φοβάμαι όμως ότι, ως προς την ουσία της υπόθεσης, το πιο τρομακτικό δεν εξαντλείται εκεί. Προκύπτει από το γιατί έγιναν όσα έγιναν. Το ότι ο Τζαμάλ Κασόγκι τιμωρήθηκε με αυτόν τον τρόπο επειδή μιλούσε, επειδή πολεμούσε την ανελευθερία του λόγου, επειδή έκανε τη δουλειά του ως δημοσιογράφος. Και αυτός ο τρόμος είναι που πρέπει να μας κρατά σε επιφυλακή. Ακόμη και όταν κλείνουμε τα μάτια για να μη «βλέπουμε» τις εικόνες που τρυπώνουν στη φαντασία μας.