Στις 21 Νοεμβρίου του 1940 ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ έπιασε ζεστό στα χέρια του το πρώτο αντίτυπο του περίφημου πολεμικού μυθιστορήματος «For whom the bell tolls», το νόημα και το πνεύμα του οποίου ταιριάζουν γάντι στην τρέχουσα ποδοσφαιρική περίσταση…

Θα χτυπήσει και αύριο η καμπάνα, απλώς μένει να φανεί σε ποια γειτονιά θα ακουστούν τα τέλια της!

Ή μάλλον σε ποιον ιερό ναό: ή στην Οσία Ξένη της περιοχής Χαριλάου ή στην Αγία Βαρβάρα της Ανω Τούμπας, στην οποία κατά παράδοσιν εκκλησιάζονται, προσεύχονται και ενίοτε κάνουν κιόλας τα τάματά τους οι δύο αθλητικές φυλές της Θεσσαλονίκης. Οι δύο που είναι… τρεις, διότι, διάβολε, υπάρχει και ο Ηρακλής που ων Γηραιός, όνομα και πράγμα, μπαίνει πάντοτε στην εξίσωση κι ας απουσιάζει προς το παρόν από την κεντρική ποδοσφαιρική και μπασκετική σκηνή.

Το λέει άλλωστε και ένα παλιό δίστιχο που ακούγεται και στις χαρές και στις λύπες, όποτε αυτές συμπίπτουν: Αρης, ΠΑΟΚ, Ηρακλής, ευτυχισμένοι (ή κάτι άλλο) και οι τρεις!

Αύριο όμως και όποτε διεξάγεται το clasico της πόλης (που σε ό,τι αφορά το μπάσκετ υπήρξε τέτοιο σε πανελλήνιο ου μην και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο), στους δύο τρίτος δεν χωρεί!

Κάποτε οι επονομαζόμενες Γριές χωρούσαν και παραχωρούσαν, όμως η νομοτέλεια των πραγμάτων τις έφερε σε δεύτερο πλάνο και τις αναγκάζει να επιφυλάσσονται να επιστρέψουν στο κάδρο και να σπρώχνονται με τους λεγάμενους…

Το δικαιούται άλλωστε αυτό ο Ηρακλής, καθότι παρέσχε στέγη στους συμπολίτες του για να ανοίξουν την αυλαία των αναμετρήσεών τους πριν από 91 χρόνια: οι δυο τους βρέθηκαν ενώπιος ενωπίω για πρώτη φορά στις 12 Ιουνίου του 1927, όταν (στο γήπεδο του Ηρακλέους) ο ΠΑΟΚ νίκησε τον Αρη με 2-1 και από τότε το νταλαβέρι τους καλά κρατεί.

Οι… παρτίδες

Οπως συμβαίνει στα τοπικά ντέρμπι απανταχού της γης, οι ποδοσφαιρικές διαφορές εδράζονται στις κοινωνικές, στις πολιτικές, στις οικονομικές και πάει λέγοντας: παραδοσιακά ο Αρης εξέφραζε την αστική τάξη της Θεσσαλονίκης, ενώ ο ΠΑΟΚ αντιπροσώπευε το προσφυγικό και εργατικό στοιχείο της, αλλά όλα αυτά είναι πλέον σχετικά.

Σχετικές επίσης είναι και οι παρτίδες που άνοιξαν μεταξύ τους: για την ακρίβεια, είναι πολύ σχετικές και πάντως σχετικότερες από εκείνες ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και στον Ολυμπιακό. Συντείνει προς τούτο και το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη είναι μικρότερη από την Αθήνα, που εξ ορισμού σημαίνει ότι οι «εχθροί» συναντιούνται συχνότερα.

Συναντιόντουσαν από παλιά, συνέτρωγαν, συνδιασκέδαζαν, συναγελάζονταν γενικώς και αδιακρίτως πότε στην Εκάλη, πότε στο Elysée, πότε στην Ωραία, πότε στου Φλόκα, πότε στου Ανάπηρου και δεν συμμαζεύεται!

Τι ‘ν’ τούτα; Καφενεία, εστιατόρια, ουζερί, ζαχαροπλαστεία που έχουν γράψει τη μισή ιστορία των ντέρμπι, η οποία είναι κιόλας η λιγότερο φωτισμένη: όλοι ξέρουν ή μπορούν να βρουν τα αποτελέσματα των αγώνων, αλλά τα «παρασυνελευόμενα» της ιστορίας είναι αυτά που μαγνητίζουν το ενδιαφέρον…

Μορφές

Τον παλιό εκείνο τον καιρό, λοιπόν, οι αρειανοί και οι παοκτσήδες ήταν μια παρέα που μαζευόταν καθ’ εκάστην στα στέκια της εποχής και δη στο επί της Παλαιών Πατρών Γερμανού κείμενο Elysée που ανήκε κιόλας σε δύο διαιτητές του ποδοσφαίρου, τον Θόδωρο Διαμαντόγλου και τον Λευτέρη Τσιτσόπουλο, και εκεί είχαν συνήθως την τιμητική τους δύο επιφανείς συνάδελφοί τους, ο Νίκος Ζλατάνος και ο Γιώργος Κατσώρας.

Εκεί πίνοντας έναν καφέ, ένα βερμούτ ή τρώγοντας μια μακαρονάδα, οι θαμώνες άκουγαν και τις αγορεύσεις του Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος υποστήριζε κιόλας με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση ότι «εγώ είμαι ο καλύτερος διαιτητής απ’ όλους σας, όχι στο μπάσκετ, αλλά στο ποδόσφαιρο»!

Εκεί επίσης σύχναζε ο εμβληματικός σέρβος (πρώην ποδοσφαιριστής και μετέπειτα) προπονητής του Αρη, Μίλοβαν Τσίριτς, ο οποίος ήταν κιόλας εκπαιδευμένος στο να γεφυρώνει τα χάσματα και τις αντιπαλότητες. Ο λόγος; Υπήρξε ο πρώτος ποδοσφαιριστής που τόλμησε να διαβεί τον Ρουβίκωνα ή μάλλον τον… Δούναβη του Βελιγραδίου, μετακομίζοντας το 1947 από τον Ερυθρό Αστέρα, του οποίου μάλιστα ήταν αρχηγός στην Παρτίζαν!

Τσίριτς, ο μπασκετικός

Υπήρχε ένας πολύ συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο ο Τσίριτς σύχναζε στο Elysée: ο προπονητής που κάθισε δύο φορές στον πάγκο του Αρη (1969-71 και 1978) και τον οδήγησε στην κατάκτηση του Κυπέλλου το 1970 στον τελικό κόντρα στον ΠΑΟΚ του Γένο Τσάκναντι με το γκολ του Μανώλη Κεραμιδά, ήταν φανατικός φίλος του μπάσκετ και εκεί μεταξύ τυρού και αχλαδίου κουβέντιαζε μέχρι τα ξημερώματα με τους μπασκετικούς συνδαιτυμόνες του για τα συστήματα!

Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι στο ζαχαροπλαστείο του Φλόκα, που βρισκόταν επί της οδού Τσιμισκή, όταν ακόμη ήταν μονόδρομος, πρωτόκαψε καρδιές η τραγουδίστρια Μαρί Μπονέ, που το 1968 παντρεύτηκε με τον Γιώργο Κούδα, όταν ο «Μεγαλέξαντρος του ποδοσφαίρου» επαναπατρίσθηκε στη Θεσσαλονίκη, μετά το τέλος της περιπέτειάς του με τον Ολυμπιακό.

Κουμπάρος σε εκείνο τον γάμο, που υπήρξε κορυφαίο κοσμικό γεγονός της πόλης, ήταν ο Γιώργος Παντελάκης, που μαζί με τον ομόλογό του στον Αρη, Νίκο Καμπάνη, και τον προπονητή των Κιτρίνων στο μπάσκετ, Ανέστη Πεταλίδη, ξημερώνονταν συνήθως στο ουζερί του Ανάπηρου συζητώντας, μέχρι τη στιγμή που τσακώνονταν και γύρναγαν στα σπίτια τους!