Εχετε περισσότερα από 60 χρόνια στο θέατρο. Τι είναι αυτό που διατηρεί την επιθυμία σας να βρίσκεστε πάνω στη σκηνή;

Η αγάπη, τίποτε άλλο δεν μπορεί να σε κρατήσει. Ούτε φυσικά τα χρήματα. Είχα δει για πρώτη φορά θέατρο στα 14 μου χρόνια, ένα έργο γαλλικό – δεν θυμάμαι ποιο – στον εξώστη του Ρεξ, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν ο Ντίνος Ηλιόπουλος και η Αννα Συνοδινού. Από τότε δεν άφηνα παράσταση για παράσταση, αγόραζα θεατρικά βιβλία, διάβαζα πολύ, αλλά είχα αφήσει το σχολείο. Πήγαινα μόνο για να πάρω το απολυτήριο. Η μάνα μου δεν ήθελε, γιατί ο αδελφός μου είχε μπει στην ιατρική και προτιμούσε να σπουδάσω κι εγώ μια επιστήμη.

Ενώ εσείς;

Είχα αποφασίσει να πάω στο Τέχνης. Θυμάμαι ότι μου έλεγαν πολλοί «δώσε και στο Εθνικό γιατί μπορεί να μην περάσεις». Ομως ήθελα απεγνωσμένα να σπουδάσω στο θέατρο του Κουν. Κάτι με μάγευε σε αυτό το κυκλικό θεατρο. Κάτι γινόταν. Αυτό το «κάτι» υπήρχε πάντα όλα αυτά τα χρόνια. Ακόμη και τώρα που έχω φυσικά δυσκολίες.

Τι  είδους δυσκολίες;

Δεν μπορώ να μάθω τα λόγια μου τόσο εύκολα. Και αν τα μάθω, λόγω ηλικίας τα ξεχνάω. Ομως τώρα στην παράσταση στους «Ηρωες» υποδύομαι έναν απόστρατο ο οποίος έχει φάει στον πόλεμο μια σφαίρα και του έχει αφήσει κουσούρι. Λιποθυμώ πάνω στη σκηνή πολλές φορές. Οπότε αν ξεχάσω κάτι ή κάνω κάποιο λάθος, το κάνω να φαίνεται σαν να είναι γραμμένο, σαν να το απαιτεί ο ρόλος.

Μπήκατε μαγεμένος στο θέατρο. Απογοητευτήκατε ποτέ;

Οχι, δεν νομίζω. Ηταν στιγμές που ήξερα ότι δεν είχαμε καλή παράσταση ή δεν είχα παίξει εγώ καλά. Ομως υπήρχαν παραστάσεις που με συγκινούσαν πολύ. Παρόλο όμως που ήμουν τόσο «ψωνισμένος» με το θέατρο, δεν έπεσα με τα μούτρα, γιατί ήμουν αντιδραστικός, ήθελα να κάνω τη ζωή μου. Δεν ήμουν αφοσιωμένος όπως κάποιοι άλλοι συνάδελφοί μου, τους οποίους θαυμάζω. Για πολλά χρόνια ξενυχτούσα ασύστολα. Γυρνούσα από σπίτι σε σπίτι ή έπαιρνα το αυτοκίνητό μου και πήγαινα στο Σούνιο να δω το ξημέρωμα. Εζησα πολύ έντονα. Γυρνούσα σπίτι μου 8 το πρωί.

Αν ήσασταν αφοσιωμένος, πιστεύετε ότι θα είχατε άλλη πορεία;

Θα είχα κάνει πιο σημαντικά πράγματα στο θέατρο. Αλλά δεν πειράζει. Δεν ξέρω βέβαια αν αισθάνομαι γεμάτος. Το βέβαιο είναι ότι πέρασα καλά. Και φυσικά δεν θεωρούσα ότι ήμουν κάτι. Δεν με απασχολούσε αν ήμουν ωραίος, ταλαντούχος κ.λπ. Είχα πάντα ανασφάλειες. Κάποιες φορές μόνο μπορεί να έλεγα ότι εδώ είμαι καλός. Ομως όχι όσο άλλοι συνάδελφοί μου. Σε όλη μου την πορεία δεν έκανα καμία προσπάθεια να προωθηθώ. Ούτε έχω υποχωρήσει.

Πώς ήταν το ξεκίνημα;

Ο Κουν μας έβγαλε, μαζί με τη Μάγια Λυμπεροπούλου και τη Λήδα Φωτοπούλου, στη σκηνή από τον πρώτο χρόνο της σχολής – κάτι που δεν επιτρεπόταν. Οταν δώσαμε στην επιτροπή εξετάσεις για να μας επιτρέψουν να παίξουμε στην παράσταση, σηκώθηκε ο Αλέξης Μινωτής και μας χειροκροτούσε. Αμέσως ο Κουν με έβαλε να παίξω στο «Γλυκό πουλί της νιότης» με τη Μελίνα Μερκούρη και αμέσως άρχισα να έχω μια πορεία. Ηταν πολύ σημαντικό αυτό το ξεκίνημα.

Υπήρξατε και αντιδραστικός, μου είπατε. Πού αντιδρούσατε;

Ξέρεις πόσοι κούκλοι πέρασαν από το θέατρο για να γίνουν ηθοποιοί και δεν έγιναν ποτέ;

Ποιοι γίνονται;

Αυτοί που γουστάρουν την τέχνη, αυτοί που είναι αποφασισμένοι να παλέψουν όποιες δυσκολίες και αν παρουσιαστούν. Γιατί έρχεται πάντα η κρίσιμη στιγμή, είναι βέβαιο.

Για σας ποια ήταν;

Οταν ήμουν με την Ξένια, κάναμε κάποιες αποτυχίες που μας στοίχισαν πολύ οικονομικά. Δεν ήμασταν όμως από εκείνους που ήθελαν να χρωστούν και μάλιστα σε συναδέλφους. Τα ξεπληρώσαμε όλα. Θυμάμαι, ανεβάζαμε ένα έργο του Μπρεχτ το οποίο είχε επιτυχία. Είχαμε εκείνη την εποχή, τη δεκαετία του 1970, ένα εκατομμύριο δραχμές. Πολλά χρήματα τότε. Ημασταν έτοιμοι ν’ αγοράσουμε σπίτι. Τελευταία όμως στιγμή πήραμε τον ιδιοκτήτη και το ακυρώσαμε γιατί σκεφτήκαμε τι θα κάναμε αν ερχόταν μια αποτυχία. Πώς θα πληρώναμε τον θίασο, το προσωπικό. Ηταν ηθικό το ζήτημα για εμάς. Οπότε η ηθική και η αγάπη πρέπει να δείχνουν τον δρόμο.

Αναφέρετε πολλές φορές την αγάπη. Τι είναι αυτό που την πυροδοτεί;

Δεν το ξέρω. Για παράδειγμα, υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί στον χώρο που τους έχω μεγάλη εκτίμηση και μπορεί να σκιστώ για αυτούς αν χρειαστούν κάτι. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αγάπη. Απλώς διαπιστώνεις κάποια στιγμή ότι αξίζουν τη βοήθειά μας. Υπάρχουν διαβαθμίσεις στην αγάπη και στα συναισθήματα. Εμένα μου έχει συμβεί να είμαι με γυναίκα για την οποία, μέχρι να τη γνωρίσω, δεν είχα την καλύτερη εικόνα από αυτά που άκουγα. Αλλά όταν ήρθαμε κοντά, είδα ότι επρόκειτο για μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Και κατά κάποιον τρόπο την ερωτεύτηκα.

Και η απόλυτη αγάπη;

Απόλυτη αγάπη δεν έχω νιώσει στη ζωή μου. Μετά τον χωρισμό η αγάπη εξανεμίζεται. Είναι λίγες οι περιπτώσεις που έχω δει να συμβαίνει αυτό το απόλυτο. Η μητέρα μου με τον πατέρα μου, ας πούμε. Ηταν 67 χρόνια μαζί. Δεν ξέρω αν είχαν έρωτα γιατί ήταν λαϊκοί άνθρωποι, αλλά είχαν βαθιά αγάπη ο ένας για τον άλλον. Πεθάνανε και οι δύο το 2000, η μητέρα μου 88 και ο πατέρας μου 97. Ο πατέρας μου μέχρι τα 95 του ήταν μια χαρά, μετά άρχισε να έχει προβλήματα, περπατούσε με δυσκολία. Για αρκετά χρόνια είχαμε δυο γυναίκες σπίτι που τους φρόντιζαν γιατί είχε πάθει και η μητέρα μου εγκεφαλικό.

Ποια εικόνα έχει χαραχτεί στο μυαλό σας;

Ηταν μέσα στο ίδιο σπίτι, σε ξεχωριστά δωμάτια και δεν βλέπονταν. Λέω κάποια στιγμή στην αδελφή μου «έχει καιρό ο πατέρας μας να δει τη μητέρα». Βάλαμε τη μητέρα σε ένα κοριτσάκι και την πήγαμε στο δωμάτιο του μπαμπά. Κοιταζόντουσαν για πάρα πολλή ώρα και κάποια στιγμή ο πατέρας μου απλώνει το χέρι. Και απλώνει και χέρι και η μητέρα μου το χέρι της και χαιρετήθηκαν. Μας έπιασαν τα κλάματα μπροστά σ’ αυτόν τον αποχαιρετισμό.

Το πιο έντονο συναίσθημα στη ζωή του ανθρώπου ποιο πιστεύετε πως είναι, ο έρωτας, η αγωνία της απώλειας, της αρρώστιας;

Αλλάζουν αυτά. Τώρα κυριαρχεί η αγωνία της αρρώστιας στη γυναίκα μου, τη Μαρίνα, για μένα και είναι λογικό γιατί μεγαλώνω. Ο χρόνος και η φθορά που επιφέρει είναι μια μάχη άνιση.

Οταν μιλήσατε για δυσκολίες, αναφερθήκατε σε επαγγελματική αποτυχία. Σε προσωπικό επίπεδο δεν σας βασάνισε κάτι;

Φυσικά και μάλιστα με τρόπο αδυσώπητο για πάρα πολλά χρόνια. Ακόμη όταν το σκέφτομαι, λέω «Θεέ μου, πώς το ξεπέρασα αυτό». Οταν έκανα παράλληλη σχέση με την Τάνια (Τσανακλίδου) ήμουν παντρεμένος με την Ξένια. Ενώ ήμουν καλά με την Τάνια, μέσα μου ήμουν χάλια. Αισθανόμουν προδότης. Τη στενοχώρησα πολύ και δεν μπορούσα να το ξεπεράσω. Για πάρα πολύ καιρό ήταν η μεγάλη μου πληγή. Το βίωσα πολύ έντονα. Εφιαλτικές στιγμές, αν και, όπως σου είπα, ζούσα παράλληλα έναν πολύ δυνατό έρωτα.

Πώς γλιτώσατε από τον εφιάλτη της προδοσίας;

Σαφώς είχα ανθρώπους που με στήριζαν, αλλά όταν κάνω τον απολογισμό βλέπω ότι ουσιαστικά αυτό που με έβγαλε από τη μαυρίλα ήταν η επιθυμία μου να ευτυχήσω. Αυτό το δίνει η ζωή. Αυτή φέρνει τις απαντήσεις εκεί που τις χρειαζόμαστε. Είχα ανάγκη να ευτυχήσω, οπότε οδηγήθηκα εκεί. Τώρα έχω υπέροχες σχέσεις και με την Ξένια και με την Τάνια. Η ζωή, όπως είπαμε, έχει όλες τις απαντήσεις.