Τον Απρίλιο του 2017, μια ομάδα διαδηλωτών επιτέθηκε εναντίον του Κοινοβουλίου της ΠΓΔΜ. Ανάμεσά τους ήταν και βουλευτές του VMRO DPMNE και στόχος της επίθεσης ήταν να παρεμποδιστεί ο σχηματισμός κυβέρνησης από το κόμμα του Ζάεφ. Τραυματίστηκαν 100 άνθρωποι, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Τον περασμένο Μάρτιο απαγγέλθηκαν κατηγορίες για τρομοκρατία εναντίον 30 ατόμων, μεταξύ των οποίων και βουλευτών, και η δίκη συνεχίζεται.

Τις τελευταίες ημέρες κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Ζόραν Ζάεφ θα αμνηστεύσει τους δράστες εκείνης της επίθεσης προκειμένου να καλοπιάσει την αντιπολίτευση και να ψηφίσει τη συνταγματική αναθεώρηση. Μιας τέτοιας ερμηνείας έτυχε και η προχθεσινή έκκληση του πουγουδουμίτη πρωθυπουργού για εθνική συμφιλίωση. Αλλά οι φήμες αυτές διαψεύστηκαν κατηγορηματικά και επισήμως. Το παιχνίδι θα παιχτεί καθαρά.

Στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να υπάρχει κάποιος λόγος για να αντιμετωπίζονται με επιείκεια, ή ακόμη και να επιδοκιμάζονται, όσοι επιτίθενται στη Βουλή, σε άλλα δημόσια κτίρια ή γενικότερα παραβιάζουν ανοιχτά τον νόμο. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Βουλής διέταξε πέρυσι να αφεθούν ελεύθερα τα μέλη του Ρουβίκωνα που είχαν εισβάλει στο προαύλιο και χαρακτήρισε «ακτιβισμό» τις δραστηριότητές τους. Γιατί μας κάνει εντύπωση λοιπόν που οι άνθρωποι αυτοί αποφάσισαν να στήσουν μαγαζάκι στη Φιλοσοφική; Οπως είπαν χθες φοιτητές στους καθηγητές τους οποίους εγκλώβισαν για λίγη ώρα στη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου, «εδώ φέρατε τον Μητσοτάκη στο Πανεπιστήμιο και δεν θα έρθει ο Ρουβίκωνας;».

Η ανοχή στη βία δεν οδηγεί αυτούς που την ασκούν να προβληματιστούν για τις πράξεις τους. Τους αποθρασύνει. Το να πετάς τρικάκια στο προαύλιο της Βουλής είναι ασφαλώς διαφορετικής τάξεως πράξη από το να εισβάλλεις σε μια πρεσβεία, να απειλείς έναν γιατρό ή να επιτίθεσαι με μολότοφ εναντίον ενός αστυνομικού τμήματος, ενός πολιτικού κόμματος, ενός τρόλεϊ ή ενός ΑΤΜ. Ούτε οι δράστες όλων αυτών των πράξεων ανήκουν κατ’ ανάγκη στην ίδια οργάνωση ή την ίδια «συλλογικότητα». Ολοι όμως παρανομούν. Και όταν αντιμετωπίζονται είτε ηθικά (είναι καλά παιδιά) είτε φοβικά (αν τους βάλουμε φυλακή, θα χαλάσει ο κόσμος από τους συμπαραστάτες τους), η βία δεν αναπαράγεται απλώς. Κλιμακώνεται.

Στα ίδια αποτελέσματα οδηγεί και η λεκτική βία που ασκούν κυβερνητικά στελέχη. Σε μια άλλη πολιτισμένη χώρα, ο υπουργός που θα εκστόμιζε τη φράση «θα κερδίσουμε αν βάλουμε κάποιους φυλακή» είτε θα είχε παραιτηθεί είτε θα είχε εκδιωχθεί. Εδώ επαινείται από τους συναδέλφους του και σπεύδει να πλειοδοτήσει, λέγοντας ότι επαναλαμβάνει απλώς αυτά που λέγονται στα καφενεία. Αν ακούσει για κρεμάλες, θα μιλήσει για κρεμάλες.

Για τον Πολάκη, τον Καμμένο και τους ομοίους τους, ο Μητσοτάκης είναι κάτι απείρως χειρότερο από τα «παιδιά» που κόντεψαν να κάψουν ζωντανούς τους αστυνομικούς στην Ομόνοια. Ξέρουν όμως τι κάνουν: από τον εκχυδαϊσμό και τον εκβαρβαρισμό βγαίνουν κερδισμένοι. Τόσο, όσο χαμένη βγαίνει η δημοκρατία.