Δύο ήταν οι λόγοι που προβλήθηκαν ως κίνητρα για τη γρήγορη διαπραγμάτευση που κατέληξε στη συμφωνία των Πρεσπών. Από διεθνοπολιτική σκοπιά, η ανάγκη ένταξης της πΓΔΜ άμεσα στο ΝΑΤΟ και μακροπρόθεσμα στην ΕΕ, ώστε να θεμελιωθεί ένα νέο πλέγμα συμφωνιών στα Δυτικά Βαλκάνια και να μειωθούν οι ρωσικές και τουρκικές επιρροές. Σε τοπικό επίπεδο, διαφημίστηκε ιδιαίτερα η κυβέρνηση Ζάεφ ως εγγύηση για μια διευθέτηση ενάντια στους ακραίους αλυτρωτιστές της VMRO. Ως προς τον πρώτο λόγο, η επιχειρηματολογία παραμένει πειστική, χωρίς να δικαιολογεί ωστόσο τη βιασύνη και τα λάθη που αυτή παρήγαγε τουλάχιστον για την ελληνική πλευρά. Ως προς τον δεύτερο λόγο όμως, η περιπέτεια της συμφωνίας των Πρεσπών έκτοτε αποδεικνύει ότι ο Ζόραν Ζάεφ δεν διαθέτει τελικώς τα κοινωνικά και πολιτικά ερείσματα που με αυτοπεποίθηση επικαλούνταν ώστε να οδηγήσει τους συμπατριώτες του ακόμα και σε δημοψήφισμα, αξιώνοντας ταυτόχρονα «ιστορικές υπερβάσεις» από τους Ελληνες.

Η σλαβομακεδονική βάση του κόμματός του δεν εγκατέλειψε τη σπιτική θαλπωρή στις 30 Σεπτεμβρίου 2018 για να τοποθετηθεί θετικά ή έστω αρνητικά – και αυτό συμβαίνει στις δημοκρατίες – στην προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ δυνάμει μιας γενναιόδωρης συμφωνίας, με την οποία η ελληνική κυβέρνηση εκχωρεί μακεδονική εθνότητα και γλώσσα. Ουσιαστικά δεν έχει λαϊκό έρεισμα η συνταγματική αναθεώρηση που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της Συνθήκης και δένει το περίφημο «ονοματολογικό» με την εγκατάλειψη του αλυτρωτισμού. Αν λάβουμε δε υπόψη την ταχύτατη στο μεταξύ αποκοπή του γεωγραφικού προσδιορισμού «Βόρεια» από το «Μακεδονία» στον δημόσιο λόγο διεθνών παραγόντων και του ίδιου του Ζάεφ, η συνταγματική αναθεώρηση είναι ήδη περιορισμένης ευθύνης. Και μάλιστα όταν ο Ζάεφ τη θεωρεί τη μοναδική παραχώρηση των Σκοπίων προς την Ελλάδα («ΤΑ ΝΕΑ», 13-14 Οκτωβρίου 2018). Το αναφερθέν στην ίδια συνέντευξη απαραβίαστο των συνόρων δεν λογίζεται βέβαια ως παραχώρηση γιατί είναι διεθνώς κατοχυρωμένη πολιτική δέσμευση, ειδικά για χώρες υπό ένταξη στους ευρωατλαντικούς θεσμούς.

Εξίσου αναιμική με τη λαϊκή νομιμοποίηση φαίνεται να είναι και η κοινοβουλευτική υποστήριξη της συνταγματικής αναθεώρησης στη γείτονα. Τις επόμενες δέκα ημέρες θα προχωρήσουν οι σχετικές διαδικασίες. Αν η αρχική πρόταση για αναθεώρηση δεν λάβει την απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3 (80 από τις 120 έδρες), ανοίγει ο δρόμος για εκλογές με αβέβαιη έκβαση για το κόμμα του Ζόραν Ζάεφ, επομένως και για τη συμφωνία που πήρε προσωπικά επάνω του. Αν περάσει η πρόταση για αναθεώρηση στην πρώτη ψηφοφορία, απομένουν άλλες δύο, μία με απαίτηση απλής πλειοψηφίας για την κατά άρθρο ψήφιση των συνταγματικών αλλαγών και μία τρίτη με απαίτηση πάλι 2/3 συνολικά επί της αναθεώρησης. Αν τελικά αναθεωρηθεί το Σύνταγμα, η συμφωνία των Πρεσπών προβλέπει κύρωσή της στην ελληνική Βουλή αμέσως μετά, πιθανόν τον Ιανουάριο 2019. Σε περίπτωση μη αναθεώρησης, η καθυστέρηση θα προσθέσει σε όλη τη διαδικασία κύρωσης τουλάχιστον δύο μήνες.

Είναι ίσως νωρίς ακόμη να διακηρυχθεί «νεκρή» η συμφωνία των Πρεσπών. Αλλά σίγουρα δείχνει έντονα σημάδια πρόωρης γήρανσης. Το ενδεχόμενο εδαφικών ανταλλαγών μεταξύ Σερβίας – Κοσόβου την κάνει ακόμα λιγότερο ελκυστική σε αρκετούς προφανώς πολίτες της γείτονος που δυσκολεύονται να διαχωρίσουν τη «μακεδονική» ταυτότητα από τη δίδυμη αλυτρωτική της ρίζα. Πράγματι, αυτή η στάση και όχι οι εύλογες ελληνικές επιφυλάξεις αξίζουν τον δημοφιλή στη χώρα μας χαρακτηρισμό «φυλάκιση στην ιστορία».

Η Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αν. καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου